Ανάσκελα

Το ξέρω ήρθε η ώρα 
Να δέσω το φυλαχτό μου στο λαιμό του κύκνου
σε ακρογιαλιά με τρομαγμένα κύματα 
με εκατόφυλλα κορμιά κυνηγημένη δύση

Άσπονδα;  
Ποιος θα το πει;

Μείναμε στις Κυκλάδες 
μέσα στις κουλούρες και τα στεφάνια 
Ριπές του αέρα γίνανε οι πρώτες μας κραυγές 
από τον σκοτεινό βυθό βγήκαν όλα τα χωράφια 
δεν είχαμε χώρο για τα δεμάτια μας 

Ακίνδυνα; 
Ποιος θα το πει; 

Ο βλαστός στον πίσω δρόμο που αφήνουμε 
ένα κούτσουρο 
Και προχωράμε για την Ιθάκη 
σα μόλις να σαλπάραμε
κι ας μετρά είκοσι χρόνια
η περιπλάνησή μας 

Ανάποδα;
Ποιος θα το πει;

Κόρη η τάφρος της ψυχής 
και γύρω η ίριδα με το λιμνάζον νερό
Η τρίτη βροχή το φούσκωσε 
κι ημέρωσαν τα άγρια βράχια
πρασίνισαν τα μεσοπόταμα 

πρασίνισαν όλα 
καμία διάσταση στα χρώματα 
κανένα βάθος στα σχήματα 
μια εποχική τύφλωση 
καλοκαιρινού ανάσκελα 
που επιπλέει 
Τάφρος η κόρη της ψυχής 
και γύρω η ίριδα με το θαλασσινό νερό 
Η πρώτη βροχή το φίμωσε
κι αγρίεψαν τα ήμερα χόρτα 
κιτρίνισαν τα μεσοβλέφαρα

Ατέλειωτα;
Ποιος θα το πει; 

Φυσικοί νόμοι

Να έρθω στο προσκύνημα 
με δεμένα μάτια
για την κυματική του υφάσματος, 
ένα κρυμμένο τσάκισμα 
στο δέρμα σου, και τέλος
την έσχατη δαγκωματιά 
απ' το μήλο που κατάπιες 
και στάθηκε στο μέσο του λαιμού σου

Τα ρούχα

Η κατάντια της χώρας σου πάει.
Σε κολακεύει κάθε ανάρμοστη συγκίνηση.
Το ύφασμα που αφήνει το δέρμα ν' αναπνέει 
ένα δολλάριο η βελονιά.
Κάθε πρωί τα στήνω στην καρέκλα του γραφείου και καμαρώνω 

τον βαμβακερό μου σύζυγο


τα ρούχα σου, σημαίες σε έπαρση.


Η αλήθεια της πόλης μου πάει.

Πουλάει επάνω μου η αστική αρπαγή.

Το ύφασμα που αφόρητα με ζεσταίνει

ένα σεντ ο πήχης.

Δεν άκουγες που σου 'λεγα

Να με πλένεις πάντα στους τριάντα

με τα χρωματιστά.

Τώρα που όλα πήραν χρώμα υποκίτρινο


τα ρούχα μου, σημαίες σε υποστολή.


Απόηχος

Το φιλί που αντηχεί κάτω απ' τη γλώσσα
σα στρατός από δρεπάνια 
κυματοθραύστης
τα σάλια στο στόμα μου φουρτούνα
Πεσμένοι δείκτες στα φωνήεντα 
σπασμένοι δέκτες στο τηλέφωνο 
Δεν ακούς; 

Πυρετός πυρετός 
συστημένο γράμμα 
για το ψηλό σκαλί 
γέφυρα στο δεξί πέρασμα 
στην εκπνοή κι αυτού του χρόνου 
ποιος ψάχνει, ποιος βρίσκει
ποιος μιλάει, τι να πει 
τι να πω
το γράμμα που είναι δέμα τελικά
και δε χωράει κάτω απ' την πόρτα 
που είναι σε ψηλό σκαλί 
που είναι στο κρυμμένο πέρασμα
Εσύ 
κι όλη η γη στο μέτωπο 
κι όλος ο ουρανός στα πόδια σου
ανάποδη στροφή
πεταμένο δίστιχο 
θα το βρεις στην ανακύκλωση 
μέσα στα χαρτιά και τα γυαλιά
πόλεμος κι επίδεσμος
στο τελευταίο τερέν του Νοεμβρίου 

Περί βιωμάτων

Από την άλλη και τι ζήσαμε, θα πεις
και θα σηκώσεις τους ώμους

Ξανά θα φύγεις απ' το τραπέζι 
με δέκα στρώματα σκόνη
και σοβάδες στην πλάτη σου.

Θα φορέσω κι εγώ σα μανδύα το τραπεζομάντιλο
γύψινη 
στολισμένη με κηροπήγια και φωτιές
Ξανά θα φύγω απ' το τραπέζι 
με ένα μπουκάλι στο στομάχι 
και κρίνα στο λαιμό μου.
Από την άλλη και τι ζήσαμε, θα πεις

Να ανταλλάξουμε ευχές την πρωτοχρονιά
ίσως σε έναν ξένο τόπο 
με άλλα κανάλια 
χωρίς κηροπήγια και φωτιές
κι ας είμαι γύψινη όλη σπασμένη
αφού είσαι από γυαλί όλος φυσητός 
το νερό και τα άνθη δεν τα βάσταξες στο στόμα σου
μια κοίτη ξέβραζε ξεραμένα λόγια
τρεις μισές λέξεις μες στην πρόταση
Δεν θυμάμαι ανάγνωση. 
Ούτε γραφή θυμάμαι.

Κι αυτά που δε ζήσαμε θα τα ξεχάσω τελευταία. 

Καρωτίδα

Γράψε στην καρωτίδα τ' όνομά σου, να το διαβάσουν όταν μου πάρουν τον σφυγμό. 
Να μάθουν και να λένε αυτή την αρρώστια όπως της πρέπει. 

Ημιαυτόνομα

Η τελευταία λέξη δικιά σου.
Προγραμμάτισε κι αυτόν 
τον δεύτερο και τρίτο ερχομό μου στον κόσμο. 

Σ' αρέσει να σκέφτεσαι τα χρόνια
γραμμένα πάνω σε ετικέτες φαρμακευτικών προϊόντων  
σε έναν σωρό από νεκρά κύτταρα

κι οι ρυτίδες σου χαραγμένες σε πρόσωπα ξένα 
που θα μαρτυρούν ανοιχτά τη σμίλη του πόνου

Σ' αρέσει να φαντάζεσαι τα γεράματα
ανάμεσα σε πολύχρωμες μπάμπουσκες 
με σειρές κομποσκοίνια στους καρπούς 

και το κορμί σου ακουμπισμένο σε αναπαυτική πολυθρόνα 
που θα βλέπει ανοιχτά τον κόλπο της Σαλαμίνας 

Εσύ στο χείλος του θανάτου
κι εγώ πάντα ένα βήμα μπροστά σου, μαμά 

Εγώ κι όλες οι κόρες σου κι όλοι οι γιοι σου 
Εξασκούμενοι να τρεφόμαστε ακόμα 
ημιαυτόνομα

Η κιβωτός

Η καταιγίδα
τα απόνερα του ουρανού

Τα ελάφια βοσκούσαν κατά ζεύγη. 
Είδηση δεν είχαν πάρει 
από τις μετεωρολογικές προγνώσεις.

Από την άλλη, εμείς
παραταγμένοι 
Έτοιμοι 
να συνεχίσουμε το είδος
γιατί αρέσει του Θεού μας
Πρόθυμοι 
να διαιωνίσουμε το θανείν 
γιατί, όσο αν πεις, έχει βολέψει 

Νώε, Νώε 
Αν ήθελες να γίνεις ο Σεβάχ 
γιατί δε σκαρφάλωνες στη ράχη της φάλαινας; 

Η βροχή
τα αφρόνερα του ουρανού 

Απόψε πριν τη φουσκοθαλασσιά 
έψαχνες εναγωνίως το ταίρι σου 
- σαν ελάφι κι εσύ 
και σαν ήρωας της παλαιάς διαθήκης -

Από την άλλη, εμείς 
έξυπνοι 
Διατεθειμένοι να ζήσουμε 
απ' την αρχή 
Έτοιμοι
να στήσουμε τα σπίτια μας 
σε μια Βαγδάτη που θα την έλεγαν ίσως 
Καλαμάτα 

Νώε, Νώε 
Άχρηστε και μωρέ
Τι μ' έφερες σ' αυτό το μοιραίο πλοίο;
Εδώ προορίζονται για επιβίωση.

Η παλίρροια
η γέννα του ουρανού 
 
Αν κάτι πάει στραβά, είπες, 
κρατήσου απ' αυτή τη σανίδα 
και μου έδωσες τον σταυρό σου 

Αν κάτι πάει στραβά, είπα, 
θα πνιγώ ευχαρίστως 
με αυτόν τον σταυρό

Παιδικό

Και να,
Σε βρίσκω μες στη νύχτα 
Σε μια αναπότρεπτη περιδίνηση 
Σε προαιώνιο κάλεσμα της μοίρας 
Σε γιορτή με μαλλί της γριάς 

Να γίνεις πάλι παιδί
Να Σε αναθρέψω 
αυτή τη φορά 
τρυφηλό 

Σονέτο

Φθινόπωρο, χειμώνα, καλοκαίρι
η νύχτα πια το φως της έχει χάσει
κι απ' το λευκό λαιμό σου έχεις περάσει
σχοινί για να φοράς το τρύπιο αστέρι 

Σκοτείνιασε από χθες το μεσημέρι·
ποιο πλάσμα ζωντανό να σε χορτάσει 
που ρούφηξες το φως σ' όλη την πλάση 
και το κρεμάς στο στήθος σα μαχαίρι;

Μαραίνουν τα φυτά, πέφτουν τα φύλλα  
Λυγίζει ακόμα το ψηλό χορτάρι
και τα λουλούδια λιώνουν στο παρτέρι

Δεμένο στο λαιμό το φως σου φύλα
Να δούμε τώρα πια χωρίς φεγγάρι 
το αύριο για μένα τι θα φέρει

Παρτίδα

Στρωθήκαμε σ' ένα παιχνίδι 
με  νικητές αντιπάλους.
Αγόρασαν τον ύπνο μας την ώρα που κοιμόμασταν.
Των χαμένων το λίπασμα θα ραίνει το χώμα.
Σαν απόηχη ανάμνηση της παρελθούσας
ήδη νοστάλγηση της τρέχουσας 

Παίξαμε τα χαρτιά μας από ανακυκλωμένα υλικά.
Λιώσανε στα χέρια μας όσο πηγαίναμε πάσο.
Η γενναιόδωρη πληγή θα φτύσει ίσως κι άλλον χαρτοπολτό.
Σαν σκοπός λαθραίος του μέλλοντος 
ήδη επισφράγισμα του παρελθόντος 
 
Ξαναμοίρασε τις κάρτες. 

Τα νηματώδη

Αυτό το κάτι που λείπει 
δεν το παρέσυρε η βροχή.
Δεν είναι η βρωμιά της λαϊκής του Σαββάτου
ούτε τα απόνερα της κυριακάτικης ψαριάς.
Είναι το γονίδιο στο εικοστό τρίτο χρωμόσωμα 
καρκίνωμα ή ομορφιά μου

Αυτό το κάτι που λείπει 
δεν το πήρε η παρέλαση.
Δεν είναι καταρράκτης από κάρβουνο.
Είναι τα μαλλιά μου που πέφτουν στο πάτωμα
θάρρος ή αλήθεια μου 

Να αφήσουμε τη γύρη για τις μέλισσες.
Τη μύτη να μη χώνουμε στα άνθη.


Τον πόνο κρύβω με σφιγμένα μπούτια.

Εσωτερική παραχώρηση

Ξεχρεώνω τη ρημαγμένη μου ανάγκη
με τον στροβιλισμό της σπασμένης φυγόκεντρου.
Να διαλυθούν καλύτερα μες στο σώμα μου τα αίματα,
να φτάσουν μέχρι τα νύχια των ποδιών.
Αφού δεν πήρα το λυγμό σου 
σύγκορμα,
τη φτέρη και τα τρία μετρημένα ψίχουλα τρυφερότητα,
αθάρρετα καθήμενη οκλαδόν σε ένα ερυθρόμορφο αγγείο. 
Να χωνευτούν καλύτερα μες στο αίμα μου τα σώματα 

Σου παραχωρώ τη θέση του ήπατος
από εδώ και μπρος σφιχτά να ζήσεις μέσα μου

Τα συνηρημένα

Τι να την κάνω την παλιά μου ευχή  
έτσι που χτυπήθηκε στο δοξαπατρί 
κι έχει ανάμεσα στα φρύδια στερεωμένο
έναν κατακόρυφο σταυρό
 
Τι να σε κάνω κι εσένα 
που κρύφτηκες πίσω από μια σχισμένη φτέρνα
κι έχεις στο στέρνο καρφωμένο
ένα κατακόρυφο κυκλάμινο

Αφήνεις πίσω σου θύματα φωνηεντόληκτα
Βρίσκω μπροστά μου τραύματα συνηρημένα

Πώς να τιμώ αφού τιμάω
κι αυτό είναι πιο τιμητικό;

Κι αφού λιμάζω στο πεινάω 
πώς να χορτάσω στο πεινώ; 

Μεταφύτευση

Ό,τι θυμάμαι είναι ένας κόκκος άμμου στη ματωμένη ακτή,
η πυκνοτάτη συσσώρευση από πουλιά στην κορνίζα-τεκμήριο αθωότητας,
το κόκκινο χαρακτικό και ένα μπλε κομμάτι χοντρό πουκάμισο, 
αντικριστά της καρδιάς. 

Δε χρειάζεται να μιλάω πια με σένα. 
Με τα καρό σου και τα παιχνίδια σου θα μιλάω.  

Όταν μεγαλώσεις και δε χωράς πια στην κορνίζα θα γίνω κάδρο.

Όταν μεγαλώσεις να με φυτέψεις στο χώμα 
γιατί δε θα χωράω πια στη γλάστρα. 

Όσο για το πότισμα, ένα είναι σίγουρο: 
του χρόνου οι κωπηλάτες θα πνίγονται σε μια κουταλιά της σούπας αλατόνερο.

Οκτώ

Τα κατάφερα. 
Πιστεύω τους μύθους του Αισώπου 
και κυρίως αυτούς με τους λύκους και τις αλεπούδες 
Ψάχνω στις φλέβες ενός κίτρινου φύλλου 
το ξένο τοπίο
και το βλέμμα επιστρέφει άγγιγμα καρφί 

Εσύ κι όλη η χλωρίδα κι όλη η πανίδα στα πόδια σου 
των δακρύων της ιερής εικόνας αναχώματα

Μετράω πουλιά, αστέρια, πρόβατα 
ένα χάδι στο στήθος μου πολύ πιστευτό 
Τι κατάφερα; 
χειροπέδες βραχιόλια δένουν τον λεπτό καρπό μου με το μίσχο σου
Σε μετράω στα πεσμένα δέντρα 
στα κλαίοντα πλάσματα του Θεού 
ένας δορυφόρος της γης σχεδόν σάρκινος 

Τα καταφέραμε 
να μην ξέρουμε 
προς τα πού πέφτει ο ήλιος 
προς τα μέσα ή προς τα έξω 
προς τα πού γέρνει το θέρος
προς το πριν ή το μετά 
Τι καταφέραμε

Αύριο θα ανοίξω το παράθυρο να δω με τα μάτια μου το περιβόητο φθινόπωρο 

Tattoo

Να 'σαι περήφανος για μένα 
που τόσο εύκολα ξεφορτώνομαι τη θνητότητα 
με ριπές κόκκινης ακτινοβολίας 
όπως το ζήτησες 
και που στην βαρβαρότητα των σκίτσων σου γυρίζω και το άλλο μάγουλο 

Να 'σαι περήφανος 
που σιγά σιγά ξεριζώνω τις ορμόνες μου
με συμπληρωμένο το δελτίο του πόνου  
όταν φυτρώνουν πάνω μου κλώνοι από καμμένα δέντρα 
και που στην μεταστατική σου αναισθησία 
δε σηκώνω λευκή σημαία  

Όμως σήμερα 
αποτυπώνω τη διπλή μου φυσιογνωμία με περίγραμμα από ανεξίτηλο μελάνι

Να δω πώς θα πλησιάζεις το πλευρό μου,
τώρα που θα 'ναι κάτι παραπάνω από πλευρό.
Τι μήκους κύματος φως παραδεισένιο από τα μάτια σου θα ρίχνεις,
τώρα που το φάσμα συχνοτήτων περιορίστηκε σε δύο τιμές.

Να δω πώς θα πλαστείς απ' το πλευρό μου,
τώρα που θα 'σαι κάτι παραπάνω από Αδάμ
τώρα που θα 'μαι κάτι λιγότερο από Εύα 

Το όνειρο

Κόβω την κρυστάλλινη εικόνα 
με ένα δρεπάνι του χρόνου 
ζαλισμένο κυματιστό 
βλέμμα πλαστικό του μαξιλαριού 
πολύχρωμος χώρος μέσα στο κενό μου 
κλειστός χρόνος μέσα στον ύπνο μου
ήρθες αυτή τη φορά 
με μπλε ντυμένα χείλη 
στο αναπότρεπτο απόγευμα
στη σάλα
κάτω στο χαλί 
πάνω στο άτομο του άνθρακα
σε ψάχνω 
δερμάτινη υφή 
στο κέρινο γλυπτό μου
κι ήσουν από φωτιά 
όλος καμένος
κι ήμουν από ζωή 
όλη άδεια
το τρένο που έχασε τις ράγες του 
και γυρίζει πίσω 
το τρένο που ποτέ δεν έφυγε
άρα γιατί να γυρίσει πίσω
ξεκίνησε πάλι να τρέχει 
σε κυκλική τροχιά γύρω απ' τον ήλιο 
ξεκίνησε πάλι να βρέχει
ποιος ξέρει ποιο χρώμα 
μένει να μου ξεβάψει

Αυτόματα

Τρία τσίγκινα βαρέλια με το αίμα μου 

Κατρακυλούν απ' τον λόφο του ώμου 
στην κατηφόρα του βραχίονα 
αποστάζονται 
υπό κενό 
αθέατης ρομπότ ρουφήχτρας 

Στις ακμές οριοθετώ τον συμβιβασμό
με ένα κεφαλαίο άνευ 
θεμελιώνω το προκάτ γκρεμισμένο σπίτι μας 
πάνω στην πλάτη του δράκου 
σταθερό στην ολίσθηση 
ένδον ενός κυλίνδρου δοχείου 

Τρία τσίγκινα βαρέλια με το αίμα μου
Πού να τα χαρίσω και ποιος να τα πάρει; 

Τα χωριά στα πόδια σου 
στεγνή 
πεζοπορία 
κόκκινο μονοπάτι 
σέρνω κι αφήνω
σπασμένα τριχοειδή 
ένδον του ματιού 

Κι ύστερα ήταν το αίμα μέσα μου
πηχτό κι αργόσυρτο 
σαν μελανιασμένο σύννεφο 
να συμπυκνώνεται στα πιο δευτερεύοντα βιολογικά συστήματα 
κι όχι πως ξέρω αναερόβια αναπνοή 

Οι επαρχίες στα χέρια σου  
αναρρίχηση 
αγγειοπλαστική 
κόκκινο ξέφωτο 
το αντίκρυσμα, το τίμημα κι εσύ 
ένδον του αριστερού κόλπου 

κι ύστερα ήμουν εγώ μέσα στο αίμα μου 
μια παραφωνία από κόκκαλα και δέρμα 
να ορέγομαι κρυφά τη ματαιωμένη κατάποση
μια ύστατη λύση αξιοπρεπούς αποχαιρετισμού  

Τρία τσίγκινα κονσερβοκούτια
Πού να τα χαρίσω και ποιος να τα πάρει; 

Ο γεμιστήρας

Σήμερα θα στήσω μια γιορτή μέσα στο κομοδίνο.
Είκοσι χρόνια το εξάσφαιρο στο πρώτο συρτάρι 
για καλή τύχη.
Δέκα χρόνια το μολύβι, το χαρτί, στο δεύτερο.
Η λέξη, μίας μέρας νεογέννητη, επιπλέει
πάνω στα δρύινα νερά.

Είμαι μεγάλη πια για νεροπίστολα.
Μου το ανακοίνωσε ο πατέρας μου και μετά δεν ξαναμίλησε ποτέ για όπλα.
Είμαι μικρή ακόμα για ποιήματα.
Μου το ανακοίνωσε ο πατέρας μου και μετά μόνο μιλούσε για όπλα.
Ήλπιζε φαίνεται κι αυτός σε κάποιο μολυβένιο δυστύχημα 
εφάμιλλο των βαλλιστικών. 

Φυλάω, ακόμα, έναν γεμιστήρα κάτω απ' το μαξιλάρι για ασφάλεια:
άκρως επιτυχημένη ανταλλακτική συμφωνία με τη νεράιδα των δοντιών.

Για σένα που ερχόσουν τόσο συχνά δεν έλεγα τίποτα
γιατί ήσουν από βαμβάκι και όχι από μολύβι 
και τα βαμβακερά δεν τα θέλαμε στο κρεβάτι μας 

Τον γεμιστήρα που αντάλλαξα για το τελευταίο νεογιλό μου δόντι,
μια μέρα θα τον αδειάσω στο στρώμα μου.
Για ασφάλεια.
Να τιναχτούν πούπουλα και ελατήρια στον αέρα,
Να ξεχειλίσουν οι ραφές με κύματα λευκή γενειάδα,
Να γεμίσει το δωμάτιο αγανακτισμένα ακάρεα 
και αερομεταφερόμενα μικρόβια.

Μαμά, μπαμπά
θέλω να πω συγγνώμη για τούτη την επέτειο
που τελικά σας έκανα δρύινα νερά,
που σας χαλάω τα έπιπλα,
που πια δεν έχω προίκα,

μόνο έναν γεμιστήρα κάτω απ' το μαξιλάρι,
αλλά κι αυτόν μια μέρα τον άδειασα στο στρώμα μου.

Είχε αρχίσει το εκμαγείο επικίνδυνα να μου μοιάζει.

Υδατικά διαλείμματα

Τη δέκατη τέταρτη μέρα αλλάξαμε πλανήτες.

Η απόβασή σου απόφαση κατεξοχήν στρατηγική,

κι εγώ σαστίζω μες στα νερά 
μη αναγνωρίζοντας τον εαυτό μου, έτσι ντυμένη,
με ένα φανταχτερό νυχτικό στολή κατάδυσης
με τα χέρια μου σε διαμορφώσεις ελικοειδείς
- τα ίδια χέρια με προχτές,
τα γλοιώδη πλοκάμια -
να πέφτω στον ουρανό να με τρώνε τα ψάρια

Αγόρασα μια Αθήνα για σένα
και μετά τη βύθισα στον όλεθρο.
Έναν ήλιο εξαιρετικά υπεριώδη
- στο θρασύτατο ακτινοβόλο φως πώς ψήνεται το δέρμα σου -, 
ένα σετ βατραχοπέδιλα πολύ ανθεκτικά 
και μια μάσκα εξερεύνησης πηχτών υδάτων.

Αγόρασα μια Αθήνα για σένα
και μετά τη βάφτισες στη φορμόλη.
Αυτή την πόλη, 
που την περπάτησες διά ξηράς πάνω στο στέρνο μου.
 
Αγόρασα μια Αθήνα για σένα.
Την έκλεισες σε ενυδρείο ίδρυμα.
Σε προσκαλώ τώρα στο βασίλειό μου 
για μακροβούτια και άλλα υποβρύχια παιχνίδια.

4:55 (και άλλα ερωτήματα)

Το σώμα σου στο πιο σκούρο του σημείο 
είχε μια μυρωδιά σαν αίμα 
σαν θάνατος κύκνου 
παταγώδης βίαιος θάνατος μες στη λευκότητα 
Αυτή την πρόστυχη μυρωδιά
τη συγκινητική 

Μήπως το αίμα αντί για αίμα ήταν μια κοιτίδα παπαρούνες; 
Τότε γιατί να μη μεθάς κι εσύ καθώς μασούσαμε; 

Αλλά αφού κάρφωνα το βλέμμα
κι εσύ κάρφωνες το σώμα
πώς περίμενες να θυμάσαι τα μάτια μου;

Κι αφού έβλεπες ότι μπερδεύω το χι από το χάδι με το χι από το όχι 
γιατί δε με άφησες να αλλάξω αντωνυμία; 
Να πάρω μια λιγότερο προσωπική

Και ποιος να μπει εγγυητής
στο δικό μου στοίχημα
αφού αποφάσισα να πολεμάω
της ένωσής μας το αταίριαστο;

Μοιρασμένη ανάγκη και καρδιά
Σίγουρη ήττα
Όπως μοιρασμένη
λέξη και σιωπή
Απόλυτες και οι δύο

Νέες δυνατότητες αυτοτραυματισμού

Κι αφού πια έχουν εκλείψει οι ευφάνταστες μέθοδοι αυτοκτονίας - κι όλο ακούμε στα νέα για αυτοπυροβολισμούς, απαγχονισμούς, χάπια και λοιπά -, έχω να καταθέσω την ταπεινή μου πρόταση στην αγαπητή κοινότητα των αναξιοπαθούντων:

Τώρα διαβάζω τα γραπτά σου 
Ξυπνάω και σκίζω κάθε πρωί την ίδια φωτογραφία 
Κάθε μέρα σε μικρότερα κομμάτια
Μέχρι να μείνει από σένα το μισό σου μάτι
Κι από εκείνη μια υποψία καλοκαιρινού φορέματος 

Τη νύχτα φωνάζω τους αυτόχειρες φίλους μου και παίζουμε παζλ

Γένεση ΙΙ

"... κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν, καὶ ἀρχέτωσαν τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῶν κτηνῶν καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπὶ τῆς γῆς"

Την έκτη μέρα είπε ο Θεός "ποιήσωμεν άνθρωπον".
Τη γιαγιά, τον παππού. 
Εκείνοι εμένα. 
Εγώ τη θλίψη.

Πήγα και την έριξα στη θάλασσα μαζί με ένα ντεπόν αναβράζον

Τι χαρά 
Τι χαρά 
Να πνιγόμουν στους αφρούς 

Ο καλός μας Θεός 
που μας σκέφτηκε.
Πριν προλάβουμε να γίνουμε αυτό που θέλουμε μας φόρτωσε 
το κατ' εικόνα 
το καθ' ομοίωσιν
την άνωση 

Τι κρίμα
Τι κρίμα 
Ήμουν ξύλινη 

Ο καλός μου Θεός 
που με σκέφτηκε.
Ψάρια, πτηνά, ζώα, ερπετά
τα παιχνίδια μου

Λευκίνη εγκεφαλίνη

Θα πάω στο φαρμακείο να σε ζητήσω σε ενέσιμη μορφή.
Κυκλοφορείς, λένε, σε κάτι κιτ για απευθείας έγχυση 
στις συντεταγμένες του κεντροανατολικού θώρακος.
Έτσι που να μη διακρίνεται πια
το από και το προς την ανάμνηση 
μόνο μια σύριγγα μακριά σα λεπίδα.
Ξιφομαχία
Ενδοφλέβιο σκορ 1-0

Υπάρχει μια αμπούλα με σένα σε διπλή συμπύκνωση.
Βαθιά να μπει να σκάσει αυτό το εκνέφωμα από χιλιάδες υποδόριες χειροβομβίδες    
απ' την ανάποδη του χακί μου δέρματος διπλής όψεως και παραλλαγής.
Σπλάτερ
Ενδοφλέβιο σκορ 2-0

Κουβαλάω στο κεφάλι μου μια υπόφυση βιοδιασπώμενη σακούλα.
Ποια αδύναμη εγκεφαλίνη; (φυσική μου ορμόνη) Η ελάχιστη επίδραση.
Θα σε παίρνω μέχρι η ουσία να μου ζεματίσει το μυαλό 
οπιούχα, ακαταμάχητη 
χημική ανάγκη
θρίαμβος
έμβολο
κλικ
θρίαμβος
έμβολο 
κλικ
οπιούχα, ακαταμάχητη
απάντηση σε κάθε κορεσμένο υποδοχέα
έμβολο
κλικ

Ενδοφλέβιο σκορ 3-0
Βραχίονας, σημαία, σφυρίχτρα

Γένεση Ι

Την τρίτη ημέρα 
έγινε η ήττα πόνος υποβάθρου
θόρυβος
Ο διαχωρισμός μια ανυπόφορη έξη 
που μετά από χιλιάδες χρόνια 
θα ονομαζόταν ακτογραμμή

Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· συναχθήτω τὸ ὕδωρ τὸ ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ εἰς συναγωγὴν μίαν, καὶ ὀφθήτω ἡ ξηρά. Καὶ ἐγένετο οὕτως. 
Καὶ συνήχθη τὸ ὕδωρ τὸ ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ εἰς τὰς συναγωγὰς αὐτῶν, καὶ ὤφθη ἡ ξηρά.

Από την τρίτη ημέρα και κάθε μέρα 
αναδύεσαι
φρέσκο κύμα που σκάει σε μια ξένη
πολύ μακρινή στεριά 
με πολύχρωμη άμμο 
και παστέλ βότσαλα σαν κουφέτα

Ελπίζω μια μέρα να μπορέσω να προσεγγίσω αυτή την παραλία
Αυτή τη φορά έστω και μόνο διά θαλάσσης

Λοβοτομή

Θα υποβληθώ σε μια επέμβαση ρουτίνας. 
Θα φροντίσω να εκμεταλλευτώ τις καλοκαιρινές εκπτώσεις 
πριν εκπνεύσει για τα καλά κι αυτό το θερινό ανέκδοτο. 
Ή, τώρα που το σκέφτομαι, θα επιχειρήσω τριπλή διάνοιξη: 
Boob job και λοβοτομή στην καλύτερη τιμή!

Κι αν κάτι από τα δύο δεν πετύχει, μη σκας (όχι ότι θα έσκαγες, αλλά μη σκας)
Θα σου χαρίσω όλα τα λειτουργικά μου τμήματα:
τους δακρυϊκούς αδένες 
τα πέλματα 
λίγα μεμονωμένα κύτταρα εγκεφαλικά 
- αν τη γλιτώσουν απ' το ψαλίδισμα -

Μετά θα ηρεμήσεις 
και δε θα σε νοιάζει (όχι ότι σε ένοιαζε, αλλά δε θα σε νοιάζει)
για τα στραβοχυμένα μου βυζιά
για το ποσοστό καθαρής αλκοόλης στο αίμα μου 

Μετά θα ηρεμήσω
και δε θα με νοιάζει
για την πεσμένη τέντα στον κήπο σου 
για το όριο ταχύτητας στον περιφερειακό


Θα υποβληθώ σε δύο επεμβάσεις ρουτίνας.
Θα διατηρήσω μόνο επαρκείς αισθήσεις 
να μείνουν ήσυχοι οι καημένοι γονείς μου 
ότι δεν πήγε εντελώς χαμένο το 1/3 των χρημάτων της εξωσωματικής.

Κι αν κάποια από τις δύο δεν πετύχει, μη σκας (όχι ότι θα έσκαγες, αλλά μη σκας)
Θα σου στέλνω δώρο στα γενέθλιά σου 
κάθε χρόνο ένα φιλντισένιο πλήκτρο
- φτάνουν μέχρι τα 99 σου -

Μετά θα ηρεμήσεις 
και δε θα σε νοιάζει (όχι ότι σε ένοιαζε, αλλά δε θα σε νοιάζει)
αν τρώω τίποτα για βράδυ 
ούτε αν με πονάει το γυάλινο μπουκάλι 

Μετά θα ηρεμήσω
και δε θα με νοιάζει 
που θα 'χεις μεγαλώσει πια πολύ 
ούτε που μάδησα το πιάνο μου για σένα

Η ομορφιά

Την ομορφιά που βλέπω εγώ την αποδίδεις στο χαλασμένο οπτικό μου νεύρο
Την ομορφιά που μιλάω τη χρεώνεις στην τσακισμένη μου γλώσσα
Δικάζομαι για το άγγιγμα του Μίδα 
για το χρυσάφι που βρήκα έτοιμο

Εμπρός λοιπόν
Προσποιήσου την παρακμή σου 
Συνέχισε να διαπρέπεις στις προσομοιώσεις πρόωρου θανάτου 
Πείσε το κοινό για την ανεπιστρεπτί σου σήψη 
Στήσε την παράσταση 
το κύκνειο άσμα σου 
Εγώ είδα την ομορφιά και δεν μπορώ να την ξε-δω
Κράτησα στα χέρια μου την ομορφιά και δε γίνεται να την ξε-κρατήσω 

Περιχαρακωμένη πρωταρχική μνήμη 
Σείστρο του ονείρου 
Κλείστρο του τρίτου ματιού 
Την αλήθεια
ακραιφνώς

Ποια μέθη τρομερή τρύπησε, άνοιξε και κύλησε στη φλέβα;
Με ποιον τρελλό παλμό να διοχετεύσω τόσο αίμα εκτός έδρας; 

Αυτά κι άλλα πολλά ασύλληπτα ερωτήματα αναπάντητα. 
Και ένα ρητορικό:

Ποια μεγαλύτερη ευτυχία απ' το να υπηρετώ τον θρίαμβο του ναρκισσισμού σου;

Χρηματοοικονομικά

Τελικά δύσκολο πράγμα τα χρηματοοικονομικά.

Μια φορά κι εγώ προσπάθησα την τύχη μου στο χρηματιστήριο.
Οι κινήσεις μου κάθε άλλο παρά μελετημένες. 
Οικονομολόγοι, σύμβουλοι απηύδησαν όλοι.
Τελικά, ως ήταν φυσικό, απορρίφθηκα από κάθε προσφερόμενο πρόγραμμα επιβράβευσης. 

Για κάτι λιγότερο από τριάκοντα αργύρια 
καλούμαι να βιντεοσκοπηθώ 
οικειοθελώς 
σε ένα ψέμα 
σε μια οθόνη πράσινη
διαφημιστική γιγαντοαφίσα της φθοράς μου
προβάροντας το καινούριο μου φόρεμα από καλώδια 
σκαρφαλωμένη σε μια πόζα 
που θα κλείνει το μάτι στους νέους εταίρους 
ενώ εκείνοι θα χτυπούν παλαμάκια 
και θα επιβουλεύονται το ισοζύγιο 
σπασμένο σαν πορσελάνινο βάζο. 

Ανάμεσα στα βρώμικά τους χέρια 
ούτε ένα σάρκινο καποτάστο.
Μόνο υπέρ του δέοντος δαπάνες,
συμφωνίες για ανταλλάξιμα κορμιά 
με προαποφασισμένο κόστος οριακό.

Ανάμεσα στα χέρια τους και στα πόδια μου 
μια μεγάλη τρύπα μηδέν
και ένα υποδεκάμετρο ανάστημα ανδρικό

Αυτά είναι τα νεότερα από την εγχώρια αγορά. 
Τα περί εξαγωγών είναι γνωστά. 

Κι αν δεν μπορώ να συνοψίσω την εμπορική μου επιτυχία σε εννιά νύχτες, μπορώ τουλάχιστον να ονειρεύομαι 
την υποσχεθείσα ανατίμηση της αξίας μου σε ευρώ, 
την αποκατάσταση του αποθεματικού της υπομονής,  
τη συναισθηματική διαθεσιμότητα
και διάφορα άλλα μεγαλεπήβολα 
σχέδια επενδυτικά.

Τέλος εποχής

Κάποιος να σφυρίξει λήξη.

Η συρόμενη πόρτα κόλλησε στο πάτωμα από καρό αγωνία.
Τρία τσεκούρια καρφωμένα στα σπλάχνα του πεύκου 
προκαλούν μιαν ακατάσχετη αιμορραγία ρετσινιού
και φωνάζουν "πλούσια η κοπή στην υπηρεσία της θρέψης"
Το ηλιακό φως ξαναβαφτίζεται.
Τώρα θα λέγεται έκλειψη ή
πρώην κίνδυνος.
Τα τζιτζίκια σύσσωμα αλλάζουν επάγγελμα 
μετά την εκπρόθεσμη διαπίστωση πως το τραγούδι τους φέτος δεν έκανε σουξέ.

Τι σημασία έχουν όλα αυτά; 
Στιγμιότυπα σε μια οθόνη 
από μια άλλη γη 
που το λευκό σημαίνει λευκό 
και το μαύρο σημαίνει λευκό 
λίγο μακρύτερα απ' τον δρόμο με τους πωλητές φυτικών λιπασμάτων 

Για μένα το θέμα είναι να πάψω
να ψαχουλεύω με τη μύτη και το στόμα
το ανοιχτό δεύτερο κουμπάκι στο δροσερό πουκάμισο,
Αφού όλο βρίσκω 
ένα κατακίτρινο χωράφι από καλοκαιρινές ματαιώσεις. 
Βαρύς καρπός στο λίκνο τους.
Ο άνεμος μας παριστάνει τον θεριστή.

Όλα τα είχα υπολογίσει.
Μέχρι και τη διάρκεια του Αυγούστου. 

Κοιτάζω το ρολόι μου.
Όλα τα είχα υπολογίσει.

Δύο βδομάδες για τους εορτασμούς.

Εξώθερμη αντίδραση

Και να φανταστείς ότι ήμουν εγώ που ζήτησα πρώτη 
το δίκαιο μερίδιό μου στην τραγωδία 
ως απογόνου της οικογένειας των Ατρειδών, 
κι όχι παιχνίδια με φωτιές κι αποκαΐδια 
σα να πλαγιάζω με τον Προμηθέα 
χωρίς την ανάπλαση του ήπατος
χωρίς ήρωες σωτήρες 
παρά με την ηθική αυτοεκπλήρωση του ακάλεστου μαύρου καπνού

Και να φανταστείς ότι ήσουν εσύ που πρωτομίλησες για βροχές
και άφησες τεχνηέντως να αποκτήσω
ένα τσίμπημα κουνουπιού που το ξύνω μανιωδώς
μην τυχόν εκλείψει το μοναδικό τεκμήριο 
της επίσκεψής μου στον τελευταίο βόρειο υδροβιότοπο 

Και να φανταστείς ότι ο καιρός υπήρξε πάλι περισταλτικός της σφοδρής σου επιθυμίας 
ξεχειλίζοντας όλα τα βροχόμετρα στο ακριβές ανατολικό σημείο 
το απόγευμα της ύψιστης επικινδυνότητας 

Λοιπόν, μακριά από τα ξύλα, λέω εγώ 
Να σε προλάβω 
πριν αρχίσεις να οργανώνεις εμπρησμούς 
εκεί που έχω φυτέψει σπόρους
και με νερό από τη νότια πληγή μου έχω ποτίσει 

Flashback

Η απάντηση θα 'ναι δοσμένη σε όξινα φιλιά 

του κρασιού, της έξαψης,

της απόκοσμης φύσης μας


Των λέξεων το φράγμα σπάζοντας 

τινάζοντας γι' αυτήν και για όλες τις παρτίδες το ταμπλό 

Απείθαρχη στων κανόνων

τα πορτοκαλί και κόκκινα  


Η απάντηση θα 'ναι ερχόμενη κατά κύματα 

ραπίσματα στα κλειστά μας βλέφαρα

κινητική των τεκτονικών πλακών

των μήπως, των ενώ,

των άλλων υποτακτικών συνδέσμων


Η απάντηση θα 'ναι σταγόνες μελανιού

πυκνό βρόχινο σύννεφο να στάξει

να λερώσει την εξασκημένη σου γραμματική 

Θα 'ναι κάτι δάχτυλα πειρακτικά

που θα χειρίζονται επικίνδυνα

το καλοκουρδισμένο σου ρολόι 


Των λέξεων το ρήγμα σχίζοντας 

σηκώνοντας της παρθενίας τους το κάλυμμα 

Ανυπότακτη στις προσταγές του λόγου

οριστέα έννοια,

ες αεί αντιπαρατιθέμενη στη μετάφραση 


Δεν μπορούμε εμείς οι δυο

να παίζουμε με λέξεις


Εσύ τις έχεις κατοικίδιες 

Εγώ τις υπακούω 

Σαν απάντηση

Με τα χέρια οργώνεις τη μνήμη.

Τα ακονισμένα χέρια,
τα μόνα διαθέσιμα σύνεργα.
Την εύφλεκτή σου μνήμη,
τη μόνη έκταση που δεν κατέκαυσαν οι πυρκαγιές
κι ας ξεδιπλώνεται με τα λόγια
τα φύλλα 
τα κλαδιά 
κι όλα τα υπόλοιπα φυσικά στοιχεία που υψώνονται στον ουρανό 

Αύγουστος να θερίζουμε φθορές
κι ας ήταν πενιχρά τα μέσα της σποράς
Αφού το παιχνίδι με τους διακόπτες το ξέρεις από παλιά
κι αφού σου μάθανε από μικρό να λες
ότι το φως εν τη σκοτία φαίνει, και η σκοτία αυτό ου κατέλαβεν
Σε ρωτάω:
Την θλίψη σου τι μου ζητάς 
να αντιπαρέρχομαι;

Νομίζεις τη γλίτωσε όποιος κατείχε τη λήθη
με ανάσα πανικού 
με απόφαση παρμένη
ζωγραφικό ψευδοχαμόγελο
κι ένα τετράγωνο κρυφό του νου 
με καμπυλούμενα χείλη 
Και σε ρωτάω
- όχι - 
Σου λέω:
Τη θλίψη σου
μη μου ζητάς 
να αντιπαρέρχομαι. 

Μισοτελειωμένα

Είχαμε μείνει στο σημείο που η πίκρα έπεφτε σε μικρές νιφάδες 

Από κοντά ήταν μια άλλη ιστορία.
Όσο για εδώ, 
Σκαλίζω το σύμβολο στον ξαναμμένο αέρα 
Την έσχατη ελπίδα μου με κάποιο νόημα να εμψυχώσω 

Όσο για εδώ, 
Ψάχνω 
Τη γεύση των αγαπημένων σου φρούτων
σε ένα άδειο ράφι του σούπερ μάρκετ
Τα παιδικά σου σεντόνια
στις βιτρίνες των λευκών ειδών 
Σε ονομάζω 
Πρώτο κύτταρο
Πληγή
Αγάπη μου 

Αν ξανάρθω
Μην ξεχάσεις 
Είχαμε μείνει στο σημείο που η πίκρα έπεφτε σε μικρές νιφάδες

Και από εκεί θα σε παρακαλούσα να το πιάσουμε

Δεκαπενταύγουστος

"Καλή ανάρρωση"
ευχετήρια κάρτα 
εγκάρδιας συμπάθειας 
μετρημένης σε δυναμωτικές βιταμίνες 
και φιλικό τσιτ τσατ 

"Σιδερένια"
σαν τα τσιγκέλια του κρεοπωλείου 
- κρυσφήγετο υπέρ άνω πάσης υποψίας -
πριν το τραπέζι του Δεκαπενταύγουστου

Νοσώ επιτέλους από υπαρκτούς ιούς 
Στο συρρικνούμενο σπίτι 
Επιδεικνύοντας το γυμνό μου πορτρέτο 
στα κουφώματα και στις ηλεκτρικές συσκευές
Οι δωρητές παίρνουν μάτι 
περιμένοντας πεινασμένα 
το ψητό μου μπουτάκι να βγει από το φούρνο

Εξασθενημένο 
προδίδον σώμα
Όλο και κάποιος απ' αυτούς 
με σένα αύριο θα γελάει 
καθώς θα γλείφει λαίμαργα 
το τελευταίο κοκαλάκι

Μοιρασιά

Στην ορκισμένη αναμονή των καθυστερήσεων
με σώμα γυναίκας 
κοτσάνι και πέταλα 
τηλεσκοπικά μάτια 
με γυάλινους φακούς 
τις καμπυλότητές σου σμιλεύω

Όταν ήρθα ήταν αργά 
Σε πήρα από το χέρι κι ήταν αργά 
Κι αν ερχόμουν νωρίτερα 
θα 'πρεπε να 'ταν ένα άλλο χέρι
Κι αν αργούσα κι άλλο
πάντα θα 'πρεπε να 'ταν ένα άλλο χέρι 

Οι ουλές διακριτικές της προσπάθειας που δεν έκανες 

Τώρα το εσωτερικό της παλάμης σου κοσμούν βράχια
τέρατα 
ακραία καιρικά φαινόμενα 

Οι πληγές χαρακτηριστικές της υπομονής που δεν έκανα

Τώρα το εσωτερικό της παλάμης μου κοσμούν μάρμαρα  
στέφανα 
εγκεκριμένα φαρμακευτικά σκευάσματα 

Παραγέμισαν οι παλάμες μας πια και δεν κλείνουν
ούτε κουμπώνουν μεταξύ τους 
Έλα να μοιράσουμε τα χέρια απ' την αρχή
Ισότιμα
δύο - δύο
Τα χέρια, τα υπάρχοντά μας 
Ισότιμα
τέσσερα - μηδέν

Ανησυχία

Τα λόγια αιχμές της φοβέρας 
με τέχνη και με πείσμα
ακροβάτες της απομονωμένης σκεπής  
Απο μακριά ακίνητος φλοίσβος 
σχεδόν ακίνδυνος 
με τις προσεκτικές θωπείες του 
πάνω στο δέρμα του βότσαλου 
Κι αυτό το γιορτινό αστέρι 
που του ζήτησα να σε προσέχει 
διπλώθηκε σ' ένα παχύ φύλλο από σκοτάδι 

Τώρα ποιος ξέρει πού γυρίζεις 
Σε ποιο όνειρο να ξελογιάζεται 
το μέσα σου παιδί
Να 'χεις λίγο νερό δίπλα στον ύπνο σου;

Τώρα ποιος ξέρει αν θα 'χεις λίγο νερό δίπλα στον ύπνο σου

Ακολουθία

Όλα τα απολεσθέντα τρόπαια
Σκαλιά στην ανάβαση του νου 
Σειρά να παίρνουν τώρα

Τα απολιθωμένα χέρια 
Λάφυρα των άγουρων σωμάτων 
Σειρά να παίρνουν 

Οι μαξιλαροθήκες που φουσκώνουν ζεστό αίμα
Γέμισαν και ξεχειλίζουν ζεστό αίμα 

Στην αντανάκλαση του νερού καθρέφτη 
Το πρώτο πρόσωπο οικείο 
Το δεύτερο ασαφές 
Το τρίτο αγνώριστο 

Όλα εντάξει 
Η δέση και η λύση
Σειρά να παίρνουν τώρα 
διαδοχικά 
όμως αντίστροφα 
Σειρά να παίρνουν 


Ημέρες βιβλίο

Οι μέρες βιβλίο με ιστορίες φαντασίας. 

Ο κόσμος έχει βγει από τη χειμερία νάρκη του ο παλμός του χτυπάει στους κροτάφους της πόλης τα αληθινά ζευγάρια πάνω κάτω στους εμπορικούς δρόμους διαλέγουν σεντόνια και πετσέτες μπάνιου ενώ εμείς επιστρατεύουμε τη βιασύνη να φυλαχτούμε απ' τη συγκίνηση με κάθε τίμημα να φυλαχτούμε απ' τη συγκίνηση πέμπτη παρασκευή δέσε τα λυμένα σχοινιά μην ξεφύγει η εξοικείωση οπωσδήποτε να εξασφαλίσουμε την αποσπασματικότητα τα λουριά μην τα δίνεις σε μένα μην ξεφύγει η εξοικείωση παρασκευή σάββατο φούσκωσε τα στήθη μου με άλλον αέρα απ' τον δικό σου να αποφύγουμε τη μίξη άνοιξέ με πολύ και κλείσε με σφιχτότερα πάση θυσία να αποφύγουμε τη μίξη σάββατο κυριακή τα αληθινά ζευγάρια ακόμα θα διαλέγουν τάισέ με κορμί να γλιτώσουμε το βάθος στρώσε ένα άλλο σεντόνι σκούπισέ με με μια άλλη πετσέτα με κάθε τρόπο να γλιτώσουμε το βάθος. 

κι αλλάζει σελίδα