Το σπίτι

Αν γυρίσεις απόψε μην κλειδώσεις την πόρτα.
Θα γλιστρήσει μια σκιά δίπλα σου στο κρεβάτι
κι ένα ανεπαίσθητο τίναγμα ονείρου 
να ζεστάνεις.

Δεν ξέρω πώς να γυρίσω απόψε.
Με τι σφυρί και τι δρεπάνι να δουλέψω 
του στρώματος όλη τη γη.

Σε λίγες ώρες η κοραλλένια ακτίνα
- ένα θλιπτικό φως από την άκρη του κόσμου - 
θα στάξει πάλι απ' το παράθυρο 
στα μαρμάρινα νερά του τραπεζιού.

Έτσι περνάνε τα μακρά πρωινά στο άδειο σπίτι 
με τα κέρινα ομοιώματα
και τρόπαιο την αδίστακτη ανάγκη.

Κι αυτή η ελπίδα συμπυκνωμένη στο φούρνο μας ψήνει.

Κι αυτή η πίκρα απλωμένη ανάμεσα σε λευκές φανέλες
στολίζει σήμερα την πίσω μας αυλή.


Μιας μέρας

Είναι εδώ τα χέρια σου 
κι ας μην είσαι εσύ.
Είναι εδώ τα χέρια σου.
Λύνουν γρίφους. 

Στην ανάσα του ύπνου σου 
μια ακονισμένη αιχμή
μια λεπίδα που σκίζει στα δύο τον χρόνο.
Ειναι εδω και ψάχνει να βρει γη το σκουλήκι 
νωπό χώμα το χτισμένο κυπαρίσσι 
την αληθινή στεριά 
Στο χείλος του δρόμου
Στα γκρεμισμένα κύματα
Στη μέση του λαιμού σου
Κι εγώ εκεί στη μέση του λαιμού σου.
Μια αμάσητη μπουκιά
ένας κόμπος  
ένας αναδυόμενος παλμός 
το ξεσηκωμένο πλήθος

Το βράδυ θα γίνω κοντεσσα Εστερχάζυ κι εσύ κύριος Νολλ.
Θα φάμε μακαρόνια με κιμά. 
Μετά το δείπνο θα πω την προσευχή
Κίνδυνα ρόδινα αντίο μιας μέρας
Λίγο πιο σιγά, θα πεις, δεν ακούω 
Λίγο πιο σιγά θα το πω
ψιθυριστά
για να σε φτάσω 

Το μάτι

Τον τρόμο κλείδωσα στο σπίτι 
μαζί με τον αιωνόβιο σκύλο 

Τώρα το μάτι θα ξεκουραστεί 
στην κινητική των χρωμάτων 
Ο ώμος θα κηρύξει παράλυση
Η κυνηγημένη μέρα κατεβαίνει μέχρι τους αγκώνες 
αγκυλώνει τα σχήματα 

Η κλειδαριά ας ήταν τρύπιο βλέφαρο.
Η φριχτή ροή του αίματος 
ας ήταν σε διασταυρούμενα κανάλια.
Κι αυτές οι ουρανοκατέβατες πρόκες 
ας ήταν βροχή.

Για το παρατεταμένο κρύο φταίει το τρύπιο βλέφαρο.
Λεπτό σαν τσιγαρόχαρτο ας ήταν.
Λεπτό ας ήταν να φαίνεται από μέσα του ο κήπος με κλειστά τα μάτια
να δρασκελίζουν τα κανάλια οι άδειες ώρες.

Ο πόρος έφερε μπόρα. 
Η μπόρα έβρεξε τα μάγουλα. 
Η μπόρα πότισε τα μάγουλα 
και πολλαπλασιαστηκαν μητροκτόνα κύτταρα.
Φύσηξα
Φυτρώσε 
Φούσκωσαν

Ο χρόνος θα φάει όλα μας τα μακρομόρια θα γίνει κι αυτός μια φούσκα και μετά θα σκάσει.
Από το δάκρυ και το σάλιο θα ποτιστούν οι σπηλιές και θα ανθίσουν οι πτυχώσεις των βράχων.

Ο κύριος θεριστής μας περιμένει με χρυσάφι στο στόμα.

Exitium

Τυχαία και σκόπιμα νεκροί 
σε ανάκλιντρα μεθούν οι καπνιστές του σύννεφου 
τη μαύρη αιθάλη, τον χαμό που επικρατεί
και μας χλευάζουν που μας χύνεται η ζωή 
απ' το σπασμένο στόμα

Κι όλο έρχονται καινούριοι πολεμιστές του θανάτου 
Κι όλο κατεβαίνουν ενισχύσεις απ' την οριζόντια σχισμή της μπλε γαλάζιας ένωσης
Κι όλο στο τέλος θριαμβεύει ο μεγάλος κλαδευτής 
Και πάλι δουλεύουν τα ακούραστα τριβέλια 
Και πάλι γεννάνε οι μήτρες της τέφρας 
παχουλά μωρά με νωχελικά μάτια
για να νικήσουν αύριο τον άγριο γύπα 
με την ευχή της μάνας τους 
Μemento mori

Τι να απομείνει ζωντανό σαν πέσει το αλέτρι στο αφράτο χώμα;

Είναι και κάποιοι που φτάνουν στη μυλόπετρα.
Μέχρι εκεί. 

Θήλυ

Το τέλμα της ζωής σου 
ένα ρολόι που κόλλησε στο παρά τέταρτο του χρόνου
είναι το κρίμα του γεννάσθαι
κι αυτού του μαύρου τρύγου απ' τη θηλή σου 
κι αυτού του Ιησού η αγάπη που δεν άξιζες 

Όλες οι ξεσκισμένες μάνες 
και τα νεκρά μωρά τους στα πόδια σου, Μαγδαληνή 

Δώρα που θα 'φερναν για σένα 
Σμύρνα, λιβάνι, χρυσάφι να σκορπάς 

Τα ασύλληπτα παιδιά ψηλαφούν τις πέτρες για λίγο γάλα 

Ανάσκελα

Το ξέρω ήρθε η ώρα 
Να δέσω το φυλαχτό μου στο λαιμό του κύκνου
σε ακρογιαλιά με τρομαγμένα κύματα 
με εκατόφυλλα κορμιά κυνηγημένη δύση

Άσπονδα;  
Ποιος θα το πει;

Μείναμε στις Κυκλάδες 
μέσα στις κουλούρες και τα στεφάνια 
Ριπές του αέρα γίνανε οι πρώτες μας κραυγές 
από τον σκοτεινό βυθό βγήκαν όλα τα χωράφια 
δεν είχαμε χώρο για τα δεμάτια μας 

Ακίνδυνα; 
Ποιος θα το πει; 

Ο βλαστός στον πίσω δρόμο που αφήνουμε 
ένα κούτσουρο 
Και προχωράμε για την Ιθάκη 
σα μόλις να σαλπάραμε
κι ας μετρά είκοσι χρόνια
η περιπλάνησή μας 

Ανάποδα;
Ποιος θα το πει;

Κόρη η τάφρος της ψυχής 
και γύρω η ίριδα με το λιμνάζον νερό
Η τρίτη βροχή το φούσκωσε 
κι ημέρωσαν τα άγρια βράχια
πρασίνισαν τα μεσοπόταμα 

πρασίνισαν όλα 
καμία διάσταση στα χρώματα 
κανένα βάθος στα σχήματα 
μια εποχική τύφλωση 
καλοκαιρινού ανάσκελα 
που επιπλέει 
Τάφρος η κόρη της ψυχής 
και γύρω η ίριδα με το θαλασσινό νερό 
Η πρώτη βροχή το φίμωσε
κι αγρίεψαν τα ήμερα χόρτα 
κιτρίνισαν τα μεσοβλέφαρα

Ατέλειωτα;
Ποιος θα το πει; 

Φυσικοί νόμοι

Να έρθω στο προσκύνημα 
με δεμένα μάτια
για την κυματική του υφάσματος, 
ένα κρυμμένο τσάκισμα 
στο δέρμα σου, και τέλος
την έσχατη δαγκωματιά 
απ' το μήλο που κατάπιες 
και στάθηκε στο μέσο του λαιμού σου