Μιας μέρας

Είναι εδώ τα χέρια σου 
κι ας μην είσαι εσύ.
Είναι εδώ τα χέρια σου.
Λύνουν γρίφους. 

Στην ανάσα του ύπνου σου 
μια ακονισμένη αιχμή
μια λεπίδα που σκίζει στα δύο τον χρόνο.
Ειναι εδω και ψάχνει να βρει γη το σκουλήκι 
νωπό χώμα το χτισμένο κυπαρίσσι 
την αληθινή στεριά 
Στο χείλος του δρόμου
Στα γκρεμισμένα κύματα
Στη μέση του λαιμού σου
Κι εγώ εκεί στη μέση του λαιμού σου.
Μια αμάσητη μπουκιά
ένας κόμπος  
ένας αναδυόμενος παλμός 
το ξεσηκωμένο πλήθος

Το βράδυ θα γίνω κοντεσσα Εστερχάζυ κι εσύ κύριος Νολλ.
Θα φάμε μακαρόνια με κιμά. 
Μετά το δείπνο θα πω την προσευχή
Κίνδυνα ρόδινα αντίο μιας μέρας
Λίγο πιο σιγά, θα πεις, δεν ακούω 
Λίγο πιο σιγά θα το πω
ψιθυριστά
για να σε φτάσω 

Το μάτι

Τον τρόμο κλείδωσα στο σπίτι 
μαζί με τον αιωνόβιο σκύλο 

Τώρα το μάτι θα ξεκουραστεί 
στην κινητική των χρωμάτων 
Ο ώμος θα κηρύξει παράλυση
Η κυνηγημένη μέρα κατεβαίνει μέχρι τους αγκώνες 
αγκυλώνει τα σχήματα 

Η κλειδαριά ας ήταν τρύπιο βλέφαρο.
Η φριχτή ροή του αίματος 
ας ήταν σε διασταυρούμενα κανάλια.
Κι αυτές οι ουρανοκατέβατες πρόκες 
ας ήταν βροχή.

Για το παρατεταμένο κρύο φταίει το τρύπιο βλέφαρο.
Λεπτό σαν τσιγαρόχαρτο ας ήταν.
Λεπτό ας ήταν να φαίνεται από μέσα του ο κήπος με κλειστά τα μάτια
να δρασκελίζουν τα κανάλια οι άδειες ώρες.

Ο πόρος έφερε μπόρα. 
Η μπόρα έβρεξε τα μάγουλα. 
Η μπόρα πότισε τα μάγουλα 
και πολλαπλασιαστηκαν μητροκτόνα κύτταρα.
Φύσηξα
Φυτρώσε 
Φούσκωσαν

Ο χρόνος θα φάει όλα μας τα μακρομόρια θα γίνει κι αυτός μια φούσκα και μετά θα σκάσει.
Από το δάκρυ και το σάλιο θα ποτιστούν οι σπηλιές και θα ανθίσουν οι πτυχώσεις των βράχων.

Ο κύριος θεριστής μας περιμένει με χρυσάφι στο στόμα.