Περί βιωμάτων

Από την άλλη και τι ζήσαμε, θα πεις
και θα σηκώσεις τους ώμους

Ξανά θα φύγεις απ' το τραπέζι 
με δέκα στρώματα σκόνη
και σοβάδες στην πλάτη σου.

Θα φορέσω κι εγώ σα μανδύα το τραπεζομάντιλο
γύψινη 
στολισμένη με κηροπήγια και φωτιές
Ξανά θα φύγω απ' το τραπέζι 
με ένα μπουκάλι στο στομάχι 
και κρίνα στο λαιμό μου.
Από την άλλη και τι ζήσαμε, θα πεις

Να ανταλλάξουμε ευχές την πρωτοχρονιά
ίσως σε έναν ξένο τόπο 
με άλλα κανάλια 
χωρίς κηροπήγια και φωτιές
κι ας είμαι γύψινη όλη σπασμένη
αφού είσαι από γυαλί όλος φυσητός 
το νερό και τα άνθη δεν τα βάσταξες στο στόμα σου
μια κοίτη ξέβραζε ξεραμένα λόγια
τρεις μισές λέξεις μες στην πρόταση
Δεν θυμάμαι ανάγνωση. 
Ούτε γραφή θυμάμαι.

Κι αυτά που δε ζήσαμε θα τα ξεχάσω τελευταία. 

Καρωτίδα

Γράψε στην καρωτίδα τ' όνομά σου, να το διαβάσουν όταν μου πάρουν τον σφυγμό. 
Να μάθουν και να λένε αυτή την αρρώστια όπως της πρέπει. 

Ημιαυτόνομα

Η τελευταία λέξη δικιά σου.
Προγραμμάτισε κι αυτόν 
τον δεύτερο και τρίτο ερχομό μου στον κόσμο. 

Σ' αρέσει να σκέφτεσαι τα χρόνια
γραμμένα πάνω σε ετικέτες φαρμακευτικών προϊόντων  
σε έναν σωρό από νεκρά κύτταρα

κι οι ρυτίδες σου χαραγμένες σε πρόσωπα ξένα 
που θα μαρτυρούν ανοιχτά τη σμίλη του πόνου

Σ' αρέσει να φαντάζεσαι τα γεράματα
ανάμεσα σε πολύχρωμες μπάμπουσκες 
με σειρές κομποσκοίνια στους καρπούς 

και το κορμί σου ακουμπισμένο σε αναπαυτική πολυθρόνα 
που θα βλέπει ανοιχτά τον κόλπο της Σαλαμίνας 

Εσύ στο χείλος του θανάτου
κι εγώ πάντα ένα βήμα μπροστά σου, μαμά 

Εγώ κι όλες οι κόρες σου κι όλοι οι γιοι σου 
Εξασκούμενοι να τρεφόμαστε ακόμα 
ημιαυτόνομα

Η κιβωτός

Η καταιγίδα
τα απόνερα του ουρανού

Τα ελάφια βοσκούσαν κατά ζεύγη. 
Είδηση δεν είχαν πάρει 
από τις μετεωρολογικές προγνώσεις.

Από την άλλη, εμείς
παραταγμένοι 
Έτοιμοι 
να συνεχίσουμε το είδος
γιατί αρέσει του Θεού μας
Πρόθυμοι 
να διαιωνίσουμε το θανείν 
γιατί, όσο αν πεις, έχει βολέψει 

Νώε, Νώε 
Αν ήθελες να γίνεις ο Σεβάχ 
γιατί δε σκαρφάλωνες στη ράχη της φάλαινας; 

Η βροχή
τα αφρόνερα του ουρανού 

Απόψε πριν τη φουσκοθαλασσιά 
έψαχνες εναγωνίως το ταίρι σου 
- σαν ελάφι κι εσύ 
και σαν ήρωας της παλαιάς διαθήκης -

Από την άλλη, εμείς 
έξυπνοι 
Διατεθειμένοι να ζήσουμε 
απ' την αρχή 
Έτοιμοι
να στήσουμε τα σπίτια μας 
σε μια Βαγδάτη που θα την έλεγαν ίσως 
Καλαμάτα 

Νώε, Νώε 
Άχρηστε και μωρέ
Τι μ' έφερες σ' αυτό το μοιραίο πλοίο;
Εδώ προορίζονται για επιβίωση.

Η παλίρροια
η γέννα του ουρανού 
 
Αν κάτι πάει στραβά, είπες, 
κρατήσου απ' αυτή τη σανίδα 
και μου έδωσες τον σταυρό σου 

Αν κάτι πάει στραβά, είπα, 
θα πνιγώ ευχαρίστως 
με αυτόν τον σταυρό

Παιδικό

Και να,
Σε βρίσκω μες στη νύχτα 
Σε μια αναπότρεπτη περιδίνηση 
Σε προαιώνιο κάλεσμα της μοίρας 
Σε γιορτή με μαλλί της γριάς 

Να γίνεις πάλι παιδί
Να Σε αναθρέψω 
αυτή τη φορά 
τρυφηλό 

Σονέτο

Φθινόπωρο, χειμώνα, καλοκαίρι
η νύχτα πια το φως της έχει χάσει
κι απ' το λευκό λαιμό σου έχεις περάσει
σχοινί για να φοράς το τρύπιο αστέρι 

Σκοτείνιασε από χθες το μεσημέρι·
ποιο πλάσμα ζωντανό να σε χορτάσει 
που ρούφηξες το φως σ' όλη την πλάση 
και το κρεμάς στο στήθος σα μαχαίρι;

Μαραίνουν τα φυτά, πέφτουν τα φύλλα  
Λυγίζει ακόμα το ψηλό χορτάρι
και τα λουλούδια λιώνουν στο παρτέρι

Δεμένο στο λαιμό το φως σου φύλα
Να δούμε τώρα πια χωρίς φεγγάρι 
το αύριο για μένα τι θα φέρει

Παρτίδα

Στρωθήκαμε σ' ένα παιχνίδι 
με  νικητές αντιπάλους.
Αγόρασαν τον ύπνο μας την ώρα που κοιμόμασταν.
Των χαμένων το λίπασμα θα ραίνει το χώμα.
Σαν απόηχη ανάμνηση της παρελθούσας
ήδη νοστάλγηση της τρέχουσας 

Παίξαμε τα χαρτιά μας από ανακυκλωμένα υλικά.
Λιώσανε στα χέρια μας όσο πηγαίναμε πάσο.
Η γενναιόδωρη πληγή θα φτύσει ίσως κι άλλον χαρτοπολτό.
Σαν σκοπός λαθραίος του μέλλοντος 
ήδη επισφράγισμα του παρελθόντος 
 
Ξαναμοίρασε τις κάρτες.