Ημέρες βιβλίο

Οι μέρες βιβλίο με ιστορίες φαντασίας. 

Ο κόσμος έχει βγει από τη χειμερία νάρκη του ο παλμός του χτυπάει στους κροτάφους της πόλης τα αληθινά ζευγάρια πάνω κάτω στους εμπορικούς δρόμους διαλέγουν σεντόνια και πετσέτες μπάνιου ενώ εμείς επιστρατεύουμε τη βιασύνη να φυλαχτούμε απ' τη συγκίνηση με κάθε τίμημα να φυλαχτούμε απ' τη συγκίνηση πέμπτη παρασκευή δέσε τα λυμένα σχοινιά μην ξεφύγει η εξοικείωση οπωσδήποτε να εξασφαλίσουμε την αποσπασματικότητα τα λουριά μην τα δίνεις σε μένα μην ξεφύγει η εξοικείωση παρασκευή σάββατο φούσκωσε τα στήθη μου με άλλον αέρα απ' τον δικό σου να αποφύγουμε τη μίξη άνοιξέ με πολύ και κλείσε με σφιχτότερα πάση θυσία να αποφύγουμε τη μίξη σάββατο κυριακή τα αληθινά ζευγάρια ακόμα θα διαλέγουν τάισέ με κορμί να γλιτώσουμε το βάθος στρώσε ένα άλλο σεντόνι σκούπισέ με με μια άλλη πετσέτα με κάθε τρόπο να γλιτώσουμε το βάθος. 

κι αλλάζει σελίδα 

Ξημέρωμα

Δεκαεφτά λερωμένα πέπλα 

και μέσα η νύφη 

από άψητο πηλό 


Καθένας μαθαίνει

να κοιμάται σε θέση ισορροπίας  

με τον ιδιωτικό του εφιάλτη 

(έστω κι αν φύσει ταλαντούμενος) 


Δεκαοχτώ ωσμωτικές μεμβράνες 

κι απ' έξω η νύχτα 

από μανιασμένη δίψα 


Μας πρόλαβαν

Τα παιδιά με τα κέρματα 

Οι δάσκαλοι με τις κιμωλίες 

Οι γυναίκες με την προσευχή 


Κάνουν τόπο τα βουνά 

να ανατείλει ένα κίτρινο τίποτα 

Αλλά πιο πολύ 

να γκρεμιστεί απ' τον ουρανό 

το τελευταίο τεκμήριο ρομαντισμού



Κρυψώνα

Δεν ξέρω πια πού να σε κρύψω 
Γέμισες το σπίτι 
Κάθε ντουλάπι λησμονιά και το αλάτι της πλημμύρας
Σ' όποιο κουτί κι αν άνοιξα
σκόρπιες λέξεις ή σκέτα γράμματα 
επαναλαμβανόμενα 

Πίσω από κάθε πόρτα μια δική σου σκιά 
Όλες καταγεγραμμένες
υπό διαφορετική γωνία προσπιπτουσών ακτίνων 
 - έτσι που η σύνθεσή τους ένα ολόφωτο ασκίαστο εσύ - 

Πίσω από κάθε τοίχο
τσόχα 
και πάλι τσόχα πίσω από κάθε πλήκτρο
Μέσα στα βιβλία μου και στους δίσκους σου 
Γύρω, στις γωνίες, στο ταβάνι και στο πάτωμα

Δεν ξέρω σου λέω 
Δεν ξέρω πια πού να σε κρύψω 

Μόνο εκεί λέω κρυψώνα 
που έχει η θάλασσα τάπα για να αδειάζει 
Σαν κοφτερό σχοινί 
να το τραβάς να με φέρνει κοντά σου 
πλωτή ενίοτε βυθισμένη 

Τις Κυριακές του άλλοτε τότε

Τις Κυριακές
Θα εξορμώ στην επιφάνειά σου
Θα εξαπολύω τα χείλη μου 
- τροφοσυλλέκτρια κι άλλοτε αρπακτική -
Θα ιδρώνω σ' όλα τα χρώματα 
να με σκουπίζεις με το λευκό σου φανελάκι 

Τις Κυριακές
Θα πίνω το ραγισμένο γυαλί και το σκουριασμένο σίδερο
Θα σπέρνω θάνατο εκατέρωθεν του κρεβατιού
ν' ανθίζουμε ανάμεσα εμείς
Θα διπλώνω τη θλίψη μου σε χάρτινα βαρκάκια
στο νιπτήρα πλεούμενα γράμματα 
για να διαβάζεις

Τις Κυριακές του άλλοτε τότε. 
Και ο παλμός του σπιτιού μου θα χτυπάει στη φλέβα της οδού σου 
Ο μυστικός σκοπός του χρόνου θα νανουρίζει τον ύπνο μας 
να κλείνουμε μέσα του αυτόν, τον δικό μου
και τον άλλον, τον δικό σου, χειμώνα

Τις Κυριακές του άλλοτε τότε.

Τώρα δεν υπάρχει μέρα που να μην είναι Δευτέρα. 

Αβυσσινή

Κατά τη θεϊκή παρέμβαση 

τη βουή των δαιμόνων

την αφέλεια των πρωτοπλάστων 

την απτική ανάγκη των ακρωτηριασμένων  

Συγκέντρωσα πολλά θέλγητρα 

Οχύρωσα το κάστρο μου και στέφθηκα χρηστή εντός 


Αφοσιώθηκα πιστά στην υπηρεσία της εικόνας 

Ζωγράφισα πάνω μου ροζ και διάφορα μπεζ σχήματα

Άλλαξα η ίδια σχήματα:

δοκίμασα να γίνω γωνιώδης 

μετά στρογγυλή

- και τα δύο επέφεραν εξίσου τρομακτικά αποτελέσματα -

Δοκίμασα ντυμένη και γυμνή 

Δοκίμασα εμένα και άλλη

προσποιήτρια καλλιτεχνικής φύσης

κανονικοποιημένη έφηβη γρηγορούσα των ορμών 

βιβλική ηρωίδα τελούσα εν πλήρη συγκινήσει 

σε κάθε περίπτωση αποδεχόμενη ενδόμυχα μιαν ακόλουθο ασημαντότητα 


Μόνο κατάφερα να πέσω κι εγώ 

στην καταπακτή του αδηφάγου

να πάω στον πάτο του στομάχου του

Στάζει από πάνω το ταβάνι της κοιλιάς 

και του οισοφάγου τα κατακάθια τρώω 


Μόνο κατάφερα να κατασπαραγώ 

αντί να προσφέρω 

αντί να πατάξω 


Και τώρα λέγομαι

Είμαι

Αβυσσινή


Περιληπτικά

Η ιστορία της μέρας μου

σύντομη

περιεκτική·

Ξύπνησα

Άφησα το ένα όνειρο 

Καβάλησα το άλλο 

Κάλεσα τα ίδια τηλέφωνα

Απάντησα στα ίδια τηλέφωνα 

Συνάντησα τα οικεία μου αδέσποτα 

Συναναστράφηκα τους γνωστούς αγνώστους

Αποστράφηκα τους αυτούς μου εαυτούς 

Κατέβηκα απ' το άλλο όνειρο

σκαρφάλωσα στο πρώτο


Τώρα, λυπάμαι

Σας αφήνω

Έχω να κάνω 

την καθημερινή μου εξάσκηση 

στην ανάκληση 

λεπτομερειών προσώπου 

Κλωστοϋφαντουργία

Το σώμα μου στο κέντημα 
Τα μαλλιά μου στην πλέξη 
Σ' ό,τι φτιάχνεις με τα χέρια σου 
σε χρώμα ασαφούς φωτεινότητας και βάθους
σε σχήμα ακαθόριστο 
με απροσδιόριστης προελεύσεως εργαλεία 

Όλα τα παρελκόμενα 
χάρισμά μου 
Μεταχειρισμένα ανεπιθύμητα 
πλέον ήσσονος αξίας για τους προκατόχους 
Τα λευκά μου κίτρινα
Τα μαύρα ξεβαμμένα
[Αναπόφευκτες τέτοιου είδους χρωματικές επιπτώσεις 
πάνω σε υφάνσιμα υλικά]

Λεπτή κλωστή περάστηκα απ' το κεφάλι της βελόνας σου 
Με την κλωστή σε γνώρισα κι εγώ 
Γκρι κλωστή 
όλο σκοπό 
Κόκκινη δεμένη 
όλο σκοπό κι όλο αίμα 
[Αναπόφευκτη κι αυτή του χρώματος απόρροια]

Επιδερμική βοτανική

Βγαίνω να μαζέψω τα χλωρά 

που φύονται απ' τους πόρους σου σπαρτά 

Στο σώμα σου αναρριχητικά

Στο κεφάλι σου ποώδη 

Κάτω, γύρω, χαμηλά

θύσανοι 


Κοφτερά τα φυτά 

τα κλαδιά τους 

λίμες ακονισμένες που πάνω τους τρίβεται

σκόνη γίνεται η συστολή 

Καρποφόρα τα φυτά 

τα κλαδιά τους 

στολίδια κρεμασμένα 

χάντρες, κρύσταλλα, δροσιά 

θερινής συγκομιδής 


Με τέτοια πλούσια σοδειά 

Εγώ που ξέρω από σπαρτά 

Πεινώ το χώμα

Νυχτερινό

Μου πήρε όλη τη νύχτα

Δουλειά σκληρή με τα άκρα μου 

του ιδρώτα σου η προσπέλαση 


Η δια του στόματος προσέγγιση

εγχείρημα πολύ απαιτητικό


Να ανοίγω διάπλατα το σώμα μου 

ερμητικά να κλείνω το δικό σου

(άθλος μυθικών προδιαγραφών)


Ώσπου κατάφερα στο τέλος 

την εκπνοή σου με την εισπνοή μου να συγχρονίσω 

Εσύ αεροσταγής

Εγώ απορροφητική


Βρήκα την πρώτη ανάσα 

εκείνη που ’χα χάσει μετά τον τοκετό  

την καθοριστική 


Εύπλαστη 

Εύθραυστη 

Έχασα

Ξέχασα

θα ζήσω ή ζω;


Θαλάσσιο ταξίδι

Τόσες κηλίδες στο λαιμό σου

επιπλέουν

Νησιά πάνω στον βόρειο τροπικό

Χιλιάδες μίλια μακριά 

από τον ισημερινό στην κοιλιά μου


Τα όνειρα που βλέπω είναι τελείως τρελά: 

Ταξιδεύεις·

Ξεκινάς, λέει, από τον αρκτικό πόλο

και φτάνεις κάθε φορά στον ανταρκτικό 

χωρίς να με διασχίζεις


Μα όταν ξυπνάω το βράδυ

με τα μαλλιά μου ανακατεμένα

σα να με φυσούσε ούριος άνεμος

ή όταν νιώθω να με χτυπάει στο πρόσωπο ένα ξύλο βαρύ 

σαν κουπί 

ή να με βρέχει κάτω απ’ την ίσαλο γραμμή μου

κάτι που θα μπορούσε κανείς να το πει 

θάλασσα

ή Μεσόγειο 

ή Αργοσαρωνικό


Φουσκώνει η νύχτα τα πανιά της φαντασίας


Ξεχάστηκα να αλλάξω τα λευκά για μαύρα 

Τόσο που κι η ίδια σχεδόν πίστεψα τη νίκη