Ανάσκελα

Το ξέρω ήρθε η ώρα 
Να δέσω το φυλαχτό μου στο λαιμό του κύκνου
σε ακρογιαλιά με τρομαγμένα κύματα 
με εκατόφυλλα κορμιά κυνηγημένη δύση

Άσπονδα;  
Ποιος θα το πει;

Μείναμε στις Κυκλάδες 
μέσα στις κουλούρες και τα στεφάνια 
Ριπές του αέρα γίνανε οι πρώτες μας κραυγές 
από τον σκοτεινό βυθό βγήκαν όλα τα χωράφια 
δεν είχαμε χώρο για τα δεμάτια μας 

Ακίνδυνα; 
Ποιος θα το πει; 

Ο βλαστός στον πίσω δρόμο που αφήνουμε 
ένα κούτσουρο 
Και προχωράμε για την Ιθάκη 
σα μόλις να σαλπάραμε
κι ας μετρά είκοσι χρόνια
η περιπλάνησή μας 

Ανάποδα;
Ποιος θα το πει;

Κόρη η τάφρος της ψυχής 
και γύρω η ίριδα με το λιμνάζον νερό
Η τρίτη βροχή το φούσκωσε 
κι ημέρωσαν τα άγρια βράχια
πρασίνισαν τα μεσοπόταμα 

πρασίνισαν όλα 
καμία διάσταση στα χρώματα 
κανένα βάθος στα σχήματα 
μια εποχική τύφλωση 
καλοκαιρινού ανάσκελα 
που επιπλέει 
Τάφρος η κόρη της ψυχής 
και γύρω η ίριδα με το θαλασσινό νερό 
Η πρώτη βροχή το φίμωσε
κι αγρίεψαν τα ήμερα χόρτα 
κιτρίνισαν τα μεσοβλέφαρα

Ατέλειωτα;
Ποιος θα το πει; 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου