Το όνειρο

Κόβω την κρυστάλλινη εικόνα 
με ένα δρεπάνι του χρόνου 
ζαλισμένο κυματιστό 
βλέμμα πλαστικό του μαξιλαριού 
πολύχρωμος χώρος μέσα στο κενό μου 
κλειστός χρόνος μέσα στον ύπνο μου
ήρθες αυτή τη φορά 
με μπλε ντυμένα χείλη 
στο αναπότρεπτο απόγευμα
στη σάλα
κάτω στο χαλί 
πάνω στο άτομο του άνθρακα
σε ψάχνω 
δερμάτινη υφή 
στο κέρινο γλυπτό μου
κι ήσουν από φωτιά 
όλος καμένος
κι ήμουν από ζωή 
όλη άδεια
το τρένο που έχασε τις ράγες του 
και γυρίζει πίσω 
το τρένο που ποτέ δεν έφυγε
άρα γιατί να γυρίσει πίσω
ξεκίνησε πάλι να τρέχει 
σε κυκλική τροχιά γύρω απ' τον ήλιο 
ξεκίνησε πάλι να βρέχει
ποιος ξέρει ποιο χρώμα 
μένει να μου ξεβάψει

Αυτόματα

Τρία τσίγκινα βαρέλια με το αίμα μου 

Κατρακυλούν απ' τον λόφο του ώμου 
στην κατηφόρα του βραχίονα 
αποστάζονται 
υπό κενό 
αθέατης ρομπότ ρουφήχτρας 

Στις ακμές οριοθετώ τον συμβιβασμό
με ένα κεφαλαίο άνευ 
θεμελιώνω το προκάτ γκρεμισμένο σπίτι μας 
πάνω στην πλάτη του δράκου 
σταθερό στην ολίσθηση 
ένδον ενός κυλίνδρου δοχείου 

Τρία τσίγκινα βαρέλια με το αίμα μου
Πού να τα χαρίσω και ποιος να τα πάρει; 

Τα χωριά στα πόδια σου 
στεγνή 
πεζοπορία 
κόκκινο μονοπάτι 
σέρνω κι αφήνω
σπασμένα τριχοειδή 
ένδον του ματιού 

Κι ύστερα ήταν το αίμα μέσα μου
πηχτό κι αργόσυρτο 
σαν μελανιασμένο σύννεφο 
να συμπυκνώνεται στα πιο δευτερεύοντα βιολογικά συστήματα 
κι όχι πως ξέρω αναερόβια αναπνοή 

Οι επαρχίες στα χέρια σου  
αναρρίχηση 
αγγειοπλαστική 
κόκκινο ξέφωτο 
το αντίκρυσμα, το τίμημα κι εσύ 
ένδον του αριστερού κόλπου 

κι ύστερα ήμουν εγώ μέσα στο αίμα μου 
μια παραφωνία από κόκκαλα και δέρμα 
να ορέγομαι κρυφά τη ματαιωμένη κατάποση
μια ύστατη λύση αξιοπρεπούς αποχαιρετισμού  

Τρία τσίγκινα κονσερβοκούτια
Πού να τα χαρίσω και ποιος να τα πάρει; 

Ο γεμιστήρας

Σήμερα θα στήσω μια γιορτή μέσα στο κομοδίνο.
Είκοσι χρόνια το εξάσφαιρο στο πρώτο συρτάρι 
για καλή τύχη.
Δέκα χρόνια το μολύβι, το χαρτί, στο δεύτερο.
Η λέξη, μίας μέρας νεογέννητη, επιπλέει
πάνω στα δρύινα νερά.

Είμαι μεγάλη πια για νεροπίστολα.
Μου το ανακοίνωσε ο πατέρας μου και μετά δεν ξαναμίλησε ποτέ για όπλα.
Είμαι μικρή ακόμα για ποιήματα.
Μου το ανακοίνωσε ο πατέρας μου και μετά μόνο μιλούσε για όπλα.
Ήλπιζε φαίνεται κι αυτός σε κάποιο μολυβένιο δυστύχημα 
εφάμιλλο των βαλλιστικών. 

Φυλάω, ακόμα, έναν γεμιστήρα κάτω απ' το μαξιλάρι για ασφάλεια:
άκρως επιτυχημένη ανταλλακτική συμφωνία με τη νεράιδα των δοντιών.

Για σένα που ερχόσουν τόσο συχνά δεν έλεγα τίποτα
γιατί ήσουν από βαμβάκι και όχι από μολύβι 
και τα βαμβακερά δεν τα θέλαμε στο κρεβάτι μας 

Τον γεμιστήρα που αντάλλαξα για το τελευταίο νεογιλό μου δόντι,
μια μέρα θα τον αδειάσω στο στρώμα μου.
Για ασφάλεια.
Να τιναχτούν πούπουλα και ελατήρια στον αέρα,
Να ξεχειλίσουν οι ραφές με κύματα λευκή γενειάδα,
Να γεμίσει το δωμάτιο αγανακτισμένα ακάρεα 
και αερομεταφερόμενα μικρόβια.

Μαμά, μπαμπά
θέλω να πω συγγνώμη για τούτη την επέτειο
που τελικά σας έκανα δρύινα νερά,
που σας χαλάω τα έπιπλα,
που πια δεν έχω προίκα,

μόνο έναν γεμιστήρα κάτω απ' το μαξιλάρι,
αλλά κι αυτόν μια μέρα τον άδειασα στο στρώμα μου.

Είχε αρχίσει το εκμαγείο επικίνδυνα να μου μοιάζει.

Υδατικά διαλείμματα

Τη δέκατη τέταρτη μέρα αλλάξαμε πλανήτες.

Η απόβασή σου απόφαση κατεξοχήν στρατηγική,

κι εγώ σαστίζω μες στα νερά 
μη αναγνωρίζοντας τον εαυτό μου, έτσι ντυμένη,
με ένα φανταχτερό νυχτικό στολή κατάδυσης
με τα χέρια μου σε διαμορφώσεις ελικοειδείς
- τα ίδια χέρια με προχτές,
τα γλοιώδη πλοκάμια -
να πέφτω στον ουρανό να με τρώνε τα ψάρια

Αγόρασα μια Αθήνα για σένα
και μετά τη βύθισα στον όλεθρο.
Έναν ήλιο εξαιρετικά υπεριώδη
- στο θρασύτατο ακτινοβόλο φως πώς ψήνεται το δέρμα σου -, 
ένα σετ βατραχοπέδιλα πολύ ανθεκτικά 
και μια μάσκα εξερεύνησης πηχτών υδάτων.

Αγόρασα μια Αθήνα για σένα
και μετά τη βάφτισες στη φορμόλη.
Αυτή την πόλη, 
που την περπάτησες διά ξηράς πάνω στο στέρνο μου.
 
Αγόρασα μια Αθήνα για σένα.
Την έκλεισες σε ενυδρείο ίδρυμα.
Σε προσκαλώ τώρα στο βασίλειό μου 
για μακροβούτια και άλλα υποβρύχια παιχνίδια.

4:55 (και άλλα ερωτήματα)

Το σώμα σου στο πιο σκούρο του σημείο 
είχε μια μυρωδιά σαν αίμα 
σαν θάνατος κύκνου 
παταγώδης βίαιος θάνατος μες στη λευκότητα 
Αυτή την πρόστυχη μυρωδιά
τη συγκινητική 

Μήπως το αίμα αντί για αίμα ήταν μια κοιτίδα παπαρούνες; 
Τότε γιατί να μη μεθάς κι εσύ καθώς μασούσαμε; 

Αλλά αφού κάρφωνα το βλέμμα
κι εσύ κάρφωνες το σώμα
πώς περίμενες να θυμάσαι τα μάτια μου;

Κι αφού έβλεπες ότι μπερδεύω το χι από το χάδι με το χι από το όχι 
γιατί δε με άφησες να αλλάξω αντωνυμία; 
Να πάρω μια λιγότερο προσωπική

Και ποιος να μπει εγγυητής
στο δικό μου στοίχημα
αφού αποφάσισα να πολεμάω
της ένωσής μας το αταίριαστο;

Μοιρασμένη ανάγκη και καρδιά
Σίγουρη ήττα
Όπως μοιρασμένη
λέξη και σιωπή
Απόλυτες και οι δύο

Νέες δυνατότητες αυτοτραυματισμού

Κι αφού πια έχουν εκλείψει οι ευφάνταστες μέθοδοι αυτοκτονίας - κι όλο ακούμε στα νέα για αυτοπυροβολισμούς, απαγχονισμούς, χάπια και λοιπά -, έχω να καταθέσω την ταπεινή μου πρόταση στην αγαπητή κοινότητα των αναξιοπαθούντων:

Τώρα διαβάζω τα γραπτά σου 
Ξυπνάω και σκίζω κάθε πρωί την ίδια φωτογραφία 
Κάθε μέρα σε μικρότερα κομμάτια
Μέχρι να μείνει από σένα το μισό σου μάτι
Κι από εκείνη μια υποψία καλοκαιρινού φορέματος 

Τη νύχτα φωνάζω τους αυτόχειρες φίλους μου και παίζουμε παζλ

Γένεση ΙΙ

"... κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν, καὶ ἀρχέτωσαν τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῶν κτηνῶν καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπὶ τῆς γῆς"

Την έκτη μέρα είπε ο Θεός "ποιήσωμεν άνθρωπον".
Τη γιαγιά, τον παππού. 
Εκείνοι εμένα. 
Εγώ τη θλίψη.

Πήγα και την έριξα στη θάλασσα μαζί με ένα ντεπόν αναβράζον

Τι χαρά 
Τι χαρά 
Να πνιγόμουν στους αφρούς 

Ο καλός μας Θεός 
που μας σκέφτηκε.
Πριν προλάβουμε να γίνουμε αυτό που θέλουμε μας φόρτωσε 
το κατ' εικόνα 
το καθ' ομοίωσιν
την άνωση 

Τι κρίμα
Τι κρίμα 
Ήμουν ξύλινη 

Ο καλός μου Θεός 
που με σκέφτηκε.
Ψάρια, πτηνά, ζώα, ερπετά
τα παιχνίδια μου