Exitium

Τυχαία και σκόπιμα νεκροί 
σε ανάκλιντρα μεθούν οι καπνιστές του σύννεφου 
τη μαύρη αιθάλη, τον χαμό που επικρατεί
και μας χλευάζουν που μας χύνεται η ζωή 
απ' το σπασμένο στόμα

Κι όλο έρχονται καινούριοι πολεμιστές του θανάτου 
Κι όλο κατεβαίνουν ενισχύσεις απ' την οριζόντια σχισμή της μπλε γαλάζιας ένωσης
Κι όλο στο τέλος θριαμβεύει ο μεγάλος κλαδευτής 
Και πάλι δουλεύουν τα ακούραστα τριβέλια 
Και πάλι γεννάνε οι μήτρες της τέφρας 
παχουλά μωρά με νωχελικά μάτια
για να νικήσουν αύριο τον άγριο γύπα 
με την ευχή της μάνας τους 
Μemento mori

Τι να απομείνει ζωντανό σαν πέσει το αλέτρι στο αφράτο χώμα;

Είναι και κάποιοι που φτάνουν στη μυλόπετρα.
Μέχρι εκεί. 

Θήλυ

Το τέλμα της ζωής σου 
ένα ρολόι που κόλλησε στο παρά τέταρτο του χρόνου
είναι το κρίμα του γεννάσθαι
κι αυτού του μαύρου τρύγου απ' τη θηλή σου 
κι αυτού του Ιησού η αγάπη που δεν άξιζες 

Όλες οι ξεσκισμένες μάνες 
και τα νεκρά μωρά τους στα πόδια σου, Μαγδαληνή 

Δώρα που θα 'φερναν για σένα 
Σμύρνα, λιβάνι, χρυσάφι να σκορπάς 

Τα ασύλληπτα παιδιά ψηλαφούν τις πέτρες για λίγο γάλα 

Ανάσκελα

Το ξέρω ήρθε η ώρα 
Να δέσω το φυλαχτό μου στο λαιμό του κύκνου
σε ακρογιαλιά με τρομαγμένα κύματα 
με εκατόφυλλα κορμιά κυνηγημένη δύση

Άσπονδα;  
Ποιος θα το πει;

Μείναμε στις Κυκλάδες 
μέσα στις κουλούρες και τα στεφάνια 
Ριπές του αέρα γίνανε οι πρώτες μας κραυγές 
από τον σκοτεινό βυθό βγήκαν όλα τα χωράφια 
δεν είχαμε χώρο για τα δεμάτια μας 

Ακίνδυνα; 
Ποιος θα το πει; 

Ο βλαστός στον πίσω δρόμο που αφήνουμε 
ένα κούτσουρο 
Και προχωράμε για την Ιθάκη 
σα μόλις να σαλπάραμε
κι ας μετρά είκοσι χρόνια
η περιπλάνησή μας 

Ανάποδα;
Ποιος θα το πει;

Κόρη η τάφρος της ψυχής 
και γύρω η ίριδα με το λιμνάζον νερό
Η τρίτη βροχή το φούσκωσε 
κι ημέρωσαν τα άγρια βράχια
πρασίνισαν τα μεσοπόταμα 

πρασίνισαν όλα 
καμία διάσταση στα χρώματα 
κανένα βάθος στα σχήματα 
μια εποχική τύφλωση 
καλοκαιρινού ανάσκελα 
που επιπλέει 
Τάφρος η κόρη της ψυχής 
και γύρω η ίριδα με το θαλασσινό νερό 
Η πρώτη βροχή το φίμωσε
κι αγρίεψαν τα ήμερα χόρτα 
κιτρίνισαν τα μεσοβλέφαρα

Ατέλειωτα;
Ποιος θα το πει; 

Φυσικοί νόμοι

Να έρθω στο προσκύνημα 
με δεμένα μάτια
για την κυματική του υφάσματος, 
ένα κρυμμένο τσάκισμα 
στο δέρμα σου, και τέλος
την έσχατη δαγκωματιά 
απ' το μήλο που κατάπιες 
και στάθηκε στο μέσο του λαιμού σου

Τα ρούχα

Η κατάντια της χώρας σου πάει.
Σε κολακεύει κάθε ανάρμοστη συγκίνηση.
Το ύφασμα που αφήνει το δέρμα ν' αναπνέει 
ένα δολλάριο η βελονιά.
Κάθε πρωί τα στήνω στην καρέκλα του γραφείου και καμαρώνω 

τον βαμβακερό μου σύζυγο


τα ρούχα σου, σημαίες σε έπαρση.


Η αλήθεια της πόλης μου πάει.

Πουλάει επάνω μου η αστική αρπαγή.

Το ύφασμα που αφόρητα με ζεσταίνει

ένα σεντ ο πήχης.

Δεν άκουγες που σου 'λεγα

Να με πλένεις πάντα στους τριάντα

με τα χρωματιστά.

Τώρα που όλα πήραν χρώμα υποκίτρινο


τα ρούχα μου, σημαίες σε υποστολή.


Απόηχος

Το φιλί που αντηχεί κάτω απ' τη γλώσσα
σα στρατός από δρεπάνια 
κυματοθραύστης
τα σάλια στο στόμα μου φουρτούνα
Πεσμένοι δείκτες στα φωνήεντα 
σπασμένοι δέκτες στο τηλέφωνο 
Δεν ακούς; 

Πυρετός πυρετός 
συστημένο γράμμα 
για το ψηλό σκαλί 
γέφυρα στο δεξί πέρασμα 
στην εκπνοή κι αυτού του χρόνου 
ποιος ψάχνει, ποιος βρίσκει
ποιος μιλάει, τι να πει 
τι να πω
το γράμμα που είναι δέμα τελικά
και δε χωράει κάτω απ' την πόρτα 
που είναι σε ψηλό σκαλί 
που είναι στο κρυμμένο πέρασμα
Εσύ 
κι όλη η γη στο μέτωπο 
κι όλος ο ουρανός στα πόδια σου
ανάποδη στροφή
πεταμένο δίστιχο 
θα το βρεις στην ανακύκλωση 
μέσα στα χαρτιά και τα γυαλιά
πόλεμος κι επίδεσμος
στο τελευταίο τερέν του Νοεμβρίου 

Περί βιωμάτων

Από την άλλη και τι ζήσαμε, θα πεις
και θα σηκώσεις τους ώμους

Ξανά θα φύγεις απ' το τραπέζι 
με δέκα στρώματα σκόνη
και σοβάδες στην πλάτη σου.

Θα φορέσω κι εγώ σα μανδύα το τραπεζομάντιλο
γύψινη 
στολισμένη με κηροπήγια και φωτιές
Ξανά θα φύγω απ' το τραπέζι 
με ένα μπουκάλι στο στομάχι 
και κρίνα στο λαιμό μου.
Από την άλλη και τι ζήσαμε, θα πεις

Να ανταλλάξουμε ευχές την πρωτοχρονιά
ίσως σε έναν ξένο τόπο 
με άλλα κανάλια 
χωρίς κηροπήγια και φωτιές
κι ας είμαι γύψινη όλη σπασμένη
αφού είσαι από γυαλί όλος φυσητός 
το νερό και τα άνθη δεν τα βάσταξες στο στόμα σου
μια κοίτη ξέβραζε ξεραμένα λόγια
τρεις μισές λέξεις μες στην πρόταση
Δεν θυμάμαι ανάγνωση. 
Ούτε γραφή θυμάμαι.

Κι αυτά που δε ζήσαμε θα τα ξεχάσω τελευταία.