Τα ρούχα

Η κατάντια της χώρας σου πάει.
Σε κολακεύει κάθε ανάρμοστη συγκίνηση.
Το ύφασμα που αφήνει το δέρμα ν' αναπνέει 
ένα δολλάριο η βελονιά.
Κάθε πρωί τα στήνω στην καρέκλα του γραφείου και καμαρώνω 

τον βαμβακερό μου σύζυγο


τα ρούχα σου, σημαίες σε έπαρση.


Η αλήθεια της πόλης μου πάει.

Πουλάει επάνω μου η αστική αρπαγή.

Το ύφασμα που αφόρητα με ζεσταίνει

ένα σεντ ο πήχης.

Δεν άκουγες που σου 'λεγα

Να με πλένεις πάντα στους τριάντα

με τα χρωματιστά.

Τώρα που όλα πήραν χρώμα υποκίτρινο


τα ρούχα μου, σημαίες σε υποστολή.


Απόηχος

Το φιλί που αντηχεί κάτω απ' τη γλώσσα
σα στρατός από δρεπάνια 
κυματοθραύστης
τα σάλια στο στόμα μου φουρτούνα
Πεσμένοι δείκτες στα φωνήεντα 
σπασμένοι δέκτες στο τηλέφωνο 
Δεν ακούς; 

Πυρετός πυρετός 
συστημένο γράμμα 
για το ψηλό σκαλί 
γέφυρα στο δεξί πέρασμα 
στην εκπνοή κι αυτού του χρόνου 
ποιος ψάχνει, ποιος βρίσκει
ποιος μιλάει, τι να πει 
τι να πω
το γράμμα που είναι δέμα τελικά
και δε χωράει κάτω απ' την πόρτα 
που είναι σε ψηλό σκαλί 
που είναι στο κρυμμένο πέρασμα
Εσύ 
κι όλη η γη στο μέτωπο 
κι όλος ο ουρανός στα πόδια σου
ανάποδη στροφή
πεταμένο δίστιχο 
θα το βρεις στην ανακύκλωση 
μέσα στα χαρτιά και τα γυαλιά
πόλεμος κι επίδεσμος
στο τελευταίο τερέν του Νοεμβρίου 

Περί βιωμάτων

Από την άλλη και τι ζήσαμε, θα πεις
και θα σηκώσεις τους ώμους

Ξανά θα φύγεις απ' το τραπέζι 
με δέκα στρώματα σκόνη
και σοβάδες στην πλάτη σου.

Θα φορέσω κι εγώ σα μανδύα το τραπεζομάντιλο
γύψινη 
στολισμένη με κηροπήγια και φωτιές
Ξανά θα φύγω απ' το τραπέζι 
με ένα μπουκάλι στο στομάχι 
και κρίνα στο λαιμό μου.
Από την άλλη και τι ζήσαμε, θα πεις

Να ανταλλάξουμε ευχές την πρωτοχρονιά
ίσως σε έναν ξένο τόπο 
με άλλα κανάλια 
χωρίς κηροπήγια και φωτιές
κι ας είμαι γύψινη όλη σπασμένη
αφού είσαι από γυαλί όλος φυσητός 
το νερό και τα άνθη δεν τα βάσταξες στο στόμα σου
μια κοίτη ξέβραζε ξεραμένα λόγια
τρεις μισές λέξεις μες στην πρόταση
Δεν θυμάμαι ανάγνωση. 
Ούτε γραφή θυμάμαι.

Κι αυτά που δε ζήσαμε θα τα ξεχάσω τελευταία. 

Καρωτίδα

Γράψε στην καρωτίδα τ' όνομά σου, να το διαβάσουν όταν μου πάρουν τον σφυγμό. 
Να μάθουν και να λένε αυτή την αρρώστια όπως της πρέπει. 

Ημιαυτόνομα

Η τελευταία λέξη δικιά σου.
Προγραμμάτισε κι αυτόν 
τον δεύτερο και τρίτο ερχομό μου στον κόσμο. 

Σ' αρέσει να σκέφτεσαι τα χρόνια
γραμμένα πάνω σε ετικέτες φαρμακευτικών προϊόντων  
σε έναν σωρό από νεκρά κύτταρα

κι οι ρυτίδες σου χαραγμένες σε πρόσωπα ξένα 
που θα μαρτυρούν ανοιχτά τη σμίλη του πόνου

Σ' αρέσει να φαντάζεσαι τα γεράματα
ανάμεσα σε πολύχρωμες μπάμπουσκες 
με σειρές κομποσκοίνια στους καρπούς 

και το κορμί σου ακουμπισμένο σε αναπαυτική πολυθρόνα 
που θα βλέπει ανοιχτά τον κόλπο της Σαλαμίνας 

Εσύ στο χείλος του θανάτου
κι εγώ πάντα ένα βήμα μπροστά σου, μαμά 

Εγώ κι όλες οι κόρες σου κι όλοι οι γιοι σου 
Εξασκούμενοι να τρεφόμαστε ακόμα 
ημιαυτόνομα

Η κιβωτός

Η καταιγίδα
τα απόνερα του ουρανού

Τα ελάφια βοσκούσαν κατά ζεύγη. 
Είδηση δεν είχαν πάρει 
από τις μετεωρολογικές προγνώσεις.

Από την άλλη, εμείς
παραταγμένοι 
Έτοιμοι 
να συνεχίσουμε το είδος
γιατί αρέσει του Θεού μας
Πρόθυμοι 
να διαιωνίσουμε το θανείν 
γιατί, όσο αν πεις, έχει βολέψει 

Νώε, Νώε 
Αν ήθελες να γίνεις ο Σεβάχ 
γιατί δε σκαρφάλωνες στη ράχη της φάλαινας; 

Η βροχή
τα αφρόνερα του ουρανού 

Απόψε πριν τη φουσκοθαλασσιά 
έψαχνες εναγωνίως το ταίρι σου 
- σαν ελάφι κι εσύ 
και σαν ήρωας της παλαιάς διαθήκης -

Από την άλλη, εμείς 
έξυπνοι 
Διατεθειμένοι να ζήσουμε 
απ' την αρχή 
Έτοιμοι
να στήσουμε τα σπίτια μας 
σε μια Βαγδάτη που θα την έλεγαν ίσως 
Καλαμάτα 

Νώε, Νώε 
Άχρηστε και μωρέ
Τι μ' έφερες σ' αυτό το μοιραίο πλοίο;
Εδώ προορίζονται για επιβίωση.

Η παλίρροια
η γέννα του ουρανού 
 
Αν κάτι πάει στραβά, είπες, 
κρατήσου απ' αυτή τη σανίδα 
και μου έδωσες τον σταυρό σου 

Αν κάτι πάει στραβά, είπα, 
θα πνιγώ ευχαρίστως 
με αυτόν τον σταυρό

Παιδικό

Και να,
Σε βρίσκω μες στη νύχτα 
Σε μια αναπότρεπτη περιδίνηση 
Σε προαιώνιο κάλεσμα της μοίρας 
Σε γιορτή με μαλλί της γριάς 

Να γίνεις πάλι παιδί
Να Σε αναθρέψω 
αυτή τη φορά 
τρυφηλό