Η κατάντια της χώρας σου πάει.
Σε κολακεύει κάθε ανάρμοστη συγκίνηση.
Το ύφασμα που αφήνει το δέρμα ν' αναπνέει
ένα δολλάριο η βελονιά.
Κάθε πρωί τα στήνω στην καρέκλα του γραφείου και καμαρώνω
τον βαμβακερό μου σύζυγο
τα ρούχα σου, σημαίες σε έπαρση.
Η αλήθεια της πόλης μου πάει.
Πουλάει επάνω μου η αστική αρπαγή.
Το ύφασμα που αφόρητα με ζεσταίνει
ένα σεντ ο πήχης.
Δεν άκουγες που σου 'λεγα
Να με πλένεις πάντα στους τριάντα
με τα χρωματιστά.
Τώρα που όλα πήραν χρώμα υποκίτρινο
τα ρούχα μου, σημαίες σε υποστολή.