Σονέτο

Φθινόπωρο, χειμώνα, καλοκαίρι
η νύχτα πια το φως της έχει χάσει
κι απ' το λευκό λαιμό σου έχεις περάσει
σχοινί για να φοράς το τρύπιο αστέρι 

Σκοτείνιασε από χθες το μεσημέρι·
ποιο πλάσμα ζωντανό να σε χορτάσει 
που ρούφηξες το φως σ' όλη την πλάση 
και το κρεμάς στο στήθος σα μαχαίρι;

Μαραίνουν τα φυτά, πέφτουν τα φύλλα  
Λυγίζει ακόμα το ψηλό χορτάρι
και τα λουλούδια λιώνουν στο παρτέρι

Δεμένο στο λαιμό το φως σου φύλα
Να δούμε τώρα πια χωρίς φεγγάρι 
το αύριο για μένα τι θα φέρει

Παρτίδα

Στρωθήκαμε σ' ένα παιχνίδι 
με  νικητές αντιπάλους.
Αγόρασαν τον ύπνο μας την ώρα που κοιμόμασταν.
Των χαμένων το λίπασμα θα ραίνει το χώμα.
Σαν απόηχη ανάμνηση της παρελθούσας
ήδη νοστάλγηση της τρέχουσας 

Παίξαμε τα χαρτιά μας από ανακυκλωμένα υλικά.
Λιώσανε στα χέρια μας όσο πηγαίναμε πάσο.
Η γενναιόδωρη πληγή θα φτύσει ίσως κι άλλον χαρτοπολτό.
Σαν σκοπός λαθραίος του μέλλοντος 
ήδη επισφράγισμα του παρελθόντος 
 
Ξαναμοίρασε τις κάρτες. 

Τα νηματώδη

Αυτό το κάτι που λείπει 
δεν το παρέσυρε η βροχή.
Δεν είναι η βρωμιά της λαϊκής του Σαββάτου
ούτε τα απόνερα της κυριακάτικης ψαριάς.
Είναι το γονίδιο στο εικοστό τρίτο χρωμόσωμα 
καρκίνωμα ή ομορφιά μου

Αυτό το κάτι που λείπει 
δεν το πήρε η παρέλαση.
Δεν είναι καταρράκτης από κάρβουνο.
Είναι τα μαλλιά μου που πέφτουν στο πάτωμα
θάρρος ή αλήθεια μου 

Να αφήσουμε τη γύρη για τις μέλισσες.
Τη μύτη να μη χώνουμε στα άνθη.


Τον πόνο κρύβω με σφιγμένα μπούτια.

Εσωτερική παραχώρηση

Ξεχρεώνω τη ρημαγμένη μου ανάγκη
με τον στροβιλισμό της σπασμένης φυγόκεντρου.
Να διαλυθούν καλύτερα μες στο σώμα μου τα αίματα,
να φτάσουν μέχρι τα νύχια των ποδιών.
Αφού δεν πήρα το λυγμό σου 
σύγκορμα,
τη φτέρη και τα τρία μετρημένα ψίχουλα τρυφερότητα,
αθάρρετα καθήμενη οκλαδόν σε ένα ερυθρόμορφο αγγείο. 
Να χωνευτούν καλύτερα μες στο αίμα μου τα σώματα 

Σου παραχωρώ τη θέση του ήπατος
από εδώ και μπρος σφιχτά να ζήσεις μέσα μου

Τα συνηρημένα

Τι να την κάνω την παλιά μου ευχή  
έτσι που χτυπήθηκε στο δοξαπατρί 
κι έχει ανάμεσα στα φρύδια στερεωμένο
έναν κατακόρυφο σταυρό
 
Τι να σε κάνω κι εσένα 
που κρύφτηκες πίσω από μια σχισμένη φτέρνα
κι έχεις στο στέρνο καρφωμένο
ένα κατακόρυφο κυκλάμινο

Αφήνεις πίσω σου θύματα φωνηεντόληκτα
Βρίσκω μπροστά μου τραύματα συνηρημένα

Πώς να τιμώ αφού τιμάω
κι αυτό είναι πιο τιμητικό;

Κι αφού λιμάζω στο πεινάω 
πώς να χορτάσω στο πεινώ; 

Μεταφύτευση

Ό,τι θυμάμαι είναι ένας κόκκος άμμου στη ματωμένη ακτή,
η πυκνοτάτη συσσώρευση από πουλιά στην κορνίζα-τεκμήριο αθωότητας,
το κόκκινο χαρακτικό και ένα μπλε κομμάτι χοντρό πουκάμισο, 
αντικριστά της καρδιάς. 

Δε χρειάζεται να μιλάω πια με σένα. 
Με τα καρό σου και τα παιχνίδια σου θα μιλάω.  

Όταν μεγαλώσεις και δε χωράς πια στην κορνίζα θα γίνω κάδρο.

Όταν μεγαλώσεις να με φυτέψεις στο χώμα 
γιατί δε θα χωράω πια στη γλάστρα. 

Όσο για το πότισμα, ένα είναι σίγουρο: 
του χρόνου οι κωπηλάτες θα πνίγονται σε μια κουταλιά της σούπας αλατόνερο.

Οκτώ

Τα κατάφερα. 
Πιστεύω τους μύθους του Αισώπου 
και κυρίως αυτούς με τους λύκους και τις αλεπούδες 
Ψάχνω στις φλέβες ενός κίτρινου φύλλου 
το ξένο τοπίο
και το βλέμμα επιστρέφει άγγιγμα καρφί 

Εσύ κι όλη η χλωρίδα κι όλη η πανίδα στα πόδια σου 
των δακρύων της ιερής εικόνας αναχώματα

Μετράω πουλιά, αστέρια, πρόβατα 
ένα χάδι στο στήθος μου πολύ πιστευτό 
Τι κατάφερα; 
χειροπέδες βραχιόλια δένουν τον λεπτό καρπό μου με το μίσχο σου
Σε μετράω στα πεσμένα δέντρα 
στα κλαίοντα πλάσματα του Θεού 
ένας δορυφόρος της γης σχεδόν σάρκινος 

Τα καταφέραμε 
να μην ξέρουμε 
προς τα πού πέφτει ο ήλιος 
προς τα μέσα ή προς τα έξω 
προς τα πού γέρνει το θέρος
προς το πριν ή το μετά 
Τι καταφέραμε

Αύριο θα ανοίξω το παράθυρο να δω με τα μάτια μου το περιβόητο φθινόπωρο