Θηλασμός

Θυμάμαι τότε που ήμουνα μωρό 

να πιάνομαι στο βυζί της μάνας μου

Λαίμαργη

βουλιμική 

από τότε 

Την εξάντλησή της να μη σέβομαι 

θυμάμαι 

από τότε 


Μεγάλη - έτσι θέλω να λέω - πια

ζητώ συγγνώμη στη μαμά μου 

Να φτύσω θησαυρούς εγώ δεν μπορώ.

Μόνο να κάθομαι να τους χωνεύω 

χορτάτη κι αγνώμων 


Αφομοιώθηκε μέσα μου το φως της

κι ας μην της περίσσευε σταγόνα 


Αλλά πάλι - σκέφτομαι - 

πώς το άφησε κι αυτή 

να της ρουφήξω τόσο φως 

αφού έβλεπε ότι ανατρέφομαι σκοτάδι;

Κατακρημνίσματα

Διακήρυττα πως είμαι εκπαιδευμένη 
να αντέχω την απώλεια 
τον ερχομό της 
σα βροχή διαβρωτική 
που δυναμώνει ολοένα 

Κι έτσι όποτε έβρισκα ουρανό 

εγώ με το κεφάλι στραμμένο προς τα πάνω

και μ' ανοιχτό το στόμα 


Μούσκεψα

Στέγνωσα 

Πλευριτώθηκα 

κι ακόμα δεν έμαθα 


Τώρα κοιτάζω κι απορώ 

του δέρματός μου την τρομακτική ασυνέχεια 

και το περίγραμμά μου που η κάθε στάλα 

σαν κιμωλία τώρα  

σβήνει 

Μαρτυρικό

Εωθινός 
στον μεσάνοιχτο ουρανό
Στο εδώλιο 
γίνεσαι αγκάθινο στεφάνι 
και σε φορούμε 
όσοι στο σταυρό εκτελεσμένοι

Ήθελες μόνο κόκκινο

Ποια απόχρωση να σου φτιάξω 

από τη συνηθισμένη μηνιαία μου απώλεια;


Κι όσο για το αντίδωρο:

Εγώ προσκόμισα φρέσκο νερό 

Εσύ όξος μετά χολής μεμιγμένον


και γευσάμενη ήθελα πιείν


Δώρο δέρμα

Σκοτεινή μου πτυχή 

στου δαχτύλου μου 

την τέταρτη φάλαγγα


Υφή που στο άγγιγμα ράγισε

κομμάτια θραύσματα γυαλιά 

Για να μετρήσω πάνω 

στο επιθηλιακό μου πλέγμα οικόπεδα 

Να στα χαρίσω

 

Ξεπουλημένο χέρι μου 

για μια χειραψία

για μια αφαίρεση πουκάμισου

για ένα χάδι 


Σκίστηκα, ράφτηκα

πολλαπλά επιδιορθώθηκα 


Τώρα της μνήμης το πολύτιμο αγαθό 

δερματικά

πεισματικά 

εξαργυρώνω


Η τρύπια κάλτσα

Από τον περσινό χειμώνα μου 
Σ' ένα κουβάρι από κλωστές,
ρούχα παλιά κι εσώρουχα φθαρμένα 
βρήκα μια τρύπια κάλτσα 

Τη φόρεσα 

Χόρεψα δύο στροφές  

Μια για το αγκάθι που την τρύπησε

Μια για το χάδι που την ξήλωσε 


Από τον περσινό χειμώνα μου 

Κάτω από άδεια σουτιέν 

και κουτιά με μαυρισμένα βραχιόλια 

βρήκα μια τρύπια κάλτσα 


Τη φόρεσα 

Έκανα δύο βήματα 

Ένα προς εσένα 

Ένα προς τα πίσω


Από τον περσινό χειμώνα μου 

Μέσα σε τόσα αφόρετα 

κι άλλα τόσα ζευγάρια μπαλωμένα

σήμερα βρήκα

μόνη της 

μια τρύπια κάλτσα 


Της άνοιξα λίγο την πληγή της 

λίγο πιο τρύπια ακόμα να 'ναι

Την τύλιξα προσεκτικά 

Μετά την έκρυψα μεσ' στο συρτάρι 

για τον επόμενο χειμώνα 

Μαθηματική πράξη

Πόσες φορές πια να χωρέσεις μέσα μου; 

Πόσα δικά σου αντίγραφα 

περίκλειστα εντός μου να στριμώξω;

Πόσα κρατούμενα μηδενικά να κατεβάσω 

τώρα που δεν παίρνει υποδιαστολή η εξασφαλισμένη σου ακεραιότητα; 

 

Γι’ αυτό σου λέω:

Μη γίνεσαι διαιρέτης 

στο διαιρετέο συσσωμάτωμα 

Γίνε πηλίκο εσύ 

να είμαι εγώ το υπόλοιπο 

Υπόλειμμα που μένει από την πράξη 

της ατελούς διαίρεσής μας 


Η μέση

Ο τόπος ήταν σε σημείο τυφλό και ο δρόμος θα πρέπει να ήταν δύσκολος γιατί μου ζήτησες να σε κρατήσω από τη μέση εγώ φυσικά δεν ήθελα αφού ξέρω πως το δρόμο μέχρι εκεί πρέπει να τον κάνουμε ο καθένας μόνος του τι μέση και μαλακίες πάντως στο τέλος σε κράτησα γιατί δεν άντεχα να ξέρω ότι η μέση σου με χρειάζεται κι εγώ δεν είμαι εκεί ή μάλλον είμαι εκεί αλλά όχι εντός σου στον αφιλόξενο τόπο που βρεθήκαμε εσύ θα είχες ξαναπάει και γι’ αυτό δεν ενθουσιάστηκες με την κοινή μας άφιξη μάλλον ενθουσιάστηκες αλλά πρόβαλες κάποιαν αντίσταση απέναντι στην άβυσσο που μας κατάπινε γιατί εσύ ξέρεις καλά από άβυσσο και δεν θα έπεφτες έτσι κι αλλιώς ειδικά τώρα που η μέση σου δεν πονούσε πια και άρα δεν υπήρχε λόγος εξάλλου τη μέση σου λες την κράτησα όχι για σένα μα για το δικό μου χέρι που σιγά σιγά ακρωτηριαζόταν μη κρατώντας τόσον καιρό μια ξένη μέση κι επομένως θα έλεγε κανείς πως η ίδια η ουσία της λαβής ήταν μια εγωιστική μου αυτοεπούλωση ο τόπος ήταν σε σημείο κεντρικό νευρικό πολύ νευρικό όπου οι κρατούμενες μέσες δεν ήταν δα και τόσο μεγάλη έκπληξη άδικα σε τρόμαζε το χέρι μου και το ’διωχνες λες κι ήσουν παιχνίδι που κινδύνευα να σπάσω ενώ η μέση που στη μέση σου δεσπόζει σε χωρίζει στα δύο ή μάλλον ενώνει τα δύο σου μισά μου έδειχνε κάθε μέρα το σχήμα της που ήταν συμβατό με το χέρι μου σαν ασυγκράτητη ζητούσε μια θέση στο κρατητήριο της αγκαλιάς ή σα να πάλευε να κρατηθεί στον τόπο τον κλειστό όμως τα χέρια μου εμένα μέχρι τώρα δεν αποδείχθηκαν αξιοκρατικά οι πήχεις κι οι παλάμες μου ξοδεύτηκαν σε μήδικές σου μέσες κι αυτό ίσως το ήξερες γι’ αυτό δεν ήθελες να τυλιχθώ γύρω απ’ τη δική σου πάντως ο τόπος θα είναι εκεί κλειστός και θα μας περιμένει όλες τις μέρες που αθάρρετος κι ανέτοιμος θα αφήσεις να περάσουν κι εγώ που τώρα θαρραλέα κι έτοιμη ποζάρω κάθε νύχτα στο φακό σου είναι που έχω τη μέση σου κρατήσει αναμνηστική έτσι μόνο και μόνο για να κόβει την απόσταση στη μέση εκείνου του δρόμου που θα πρέπει να ήταν δύσκολος μέχρι τον τόπο σε σημείο τυφλό και τα χιλιόμετρα από χέρι σε μέση και ξανά σε χέρι και κλείνοντας μιαν άβυσσο ανάμεσά τους.